~** ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΦΡΑΣΕΙΣ .. ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ -ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ- ΒΙΝΤΕΟ .. : Δ ΄ ΜΕΡΟΣ .. .. Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017 ...
~** Πελοποννησιακό και Aρφαραίϊκο λαϊκό γλωσσάρι
~ 1~* ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΦΡΑΣΕΙΣ .. ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ -ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ- ΒΙΝΤΕΟ ..
Α΄ ΜΕΡΟΣ : Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017 : http://vlasisarfarablogspot.blogspot.gr/2017/09/blog-post.html .-
2~* ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΦΡΑΣΕΙΣ .. ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ -ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ- ΒΙΝΤΕΟ .. :
B ΄ ΜΕΡΟΣ : Παρασκευή, 13 Οκτωβρίου 2017
http://vlasisarfarablogspot.blogspot.gr/2017/10/blog-post.html .-
3~*ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΦΡΑΣΕΙΣ .. ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ -ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ- ΒΙΝΤΕΟ .. :
Γ ΄ ΜΕΡΟΣ : Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017:
http://vlasisarfarablogspot.blogspot.gr/2017/12/blog-post.html .-
~* ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΦΡΑΣΕΙΣ .. ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ -ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ- ΒΙΝΤΕΟ .. :
Δ ΄ ΜΕΡΟΣ .. .. Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017 : Πελοποννησιακό και Aρφαραίϊκο λαϊκό γλωσσάρι http://arfaramessiniasgreece.blogspot.gr/2017/12/blog-post.html .-
Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΣΥΝΕΧΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ !...SNSTAM-stamos01
*** Α ΄
~αβάρετος –η, -ο = ακούραστος, Δε βαριέται
~ αβέρτα πάγκο = ανοικτός
~ αβίζο = είδηση, γνώση. Το πήρε αβίζο (το κατάλαβε)
~ αγάλι-αγάλι= σιγά-σιγά
~ άγαρμπος,ο = ο χωρίς τακτ, ο χοντροκομμένος στους τρόπους άνθρωπος
~ αγγειά,τα = οι όρχεις
~ αγγελοφοριέμαι = ψυχορραγώ
~ αγιάζι, το = η νυχτερινή διαπεραστική ψύχρα και υγρασία
~ αγκουσιάζω = ζεσταίνομαι πολύ, αισθάνομαι δυσφορία
~ αγκριθωτός, η, = αυτός που έχει αγκρίθεια, ακίδες
~ αγνάντια = απέναντι έχοντας οπτική επαφή
~ αγουρίδα, η = το άγουρο, το ανώριμο φρούτο, κυρίως το ξινό σταφύλι
~ άγουρος = νεαρός αναπτυγμένος αλλά άπειρος, ανώριμος
~ αγουρογερασμένος, η= ο πρόωρα γερασμένος
~ αγουροξενητεμένος,ο= αυτός που ξενιτεύτηκε πολύ νέος
~ αγουροξυπνημένος, ο= ξύπνησε χωρίς να χορτάσει τον ύπνο
~ αγριάδα η = είδος αγριόχορτου, κατάσταση θυμού και οργής
~ αγρικώ = καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, νιώθω
~ αδειά,η = σχόλη, ευκαιρία
~ αδειάζω = ευκαιρώ. Δεν αδειάζω, δεν ευκαιρώ.
~ άδουλος, η, ο = Τόπος αδούλευτος, χέρσος. Ο ακαμάτης, ο οκνηρός άνθρωπος.
~ αερικό, το = δαιμονικό, νεράιδα, φάντιασμα
~ αδρασκελάω = διαβαίνω, περνώ κάποιο εμπόδιο. Αδρασκέλησε το χαντάκι.
~ ακουμπάω = στηρίζομαι. Ακούμπησα να ξαποστάσω
~ ακεφαλίλα, η = ανοησία, απερισκεψία
~ ακόνι, το = ειδική πέτρα που ακονίζουν κοφτερά εργαλεία
~ άκουρος, η, ο= ακούρευτος
~ ακούτραφας, ο= ο αυχένας
~ αλογοχόρτι το = είδος αγριοχόρταρου
~ αλπογανίζω = χασομεράω, χαζεύω, σπαταλάω το χρόνο μου άσκοπα
~ άλειμμα, το = το χοιρινό λίπος
~ αλύχτημα, το = γάβγισμα σκύλου όταν έχει μυριστεί θήραμα
~ αλισίβα, η = απόσταγμα στάχτης χρήσιμο για πλύσιμο, θελόσταχτη
~ αλισιβερίσι, το= δοσοληψία
~ αλλαξιά, η = φορεσιά, στολή, ανταλλαγή, τράμπα
~ αλωνάρης, ο = ο Ιούλιος μήνας
~ αλαργεύω= απομακρύνομαι
~ αλαργινός, η, ο = μακρινός
~ Αλλοσούσουμος -η-ο= αυτός που έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά
~ αλέγρος, ο =εύθυμος, ευχάριστος
~ αλωνιάτικο, το = το δικαίωμα σε είδος για το αλώνισμα
~ αλάλητο, το = αλάλητο κοτόπουλο. Αλάλητο πουλί δεν τρώμε
~ αματτυά, η = είδος λουκάνικου από τα χονδρά έντερα του χοιρινού
~ άμε-αμέτε = πηγαίνετε
~ αμέτι - μουχαμέτι= το 'βαλε αμέτι μουχαμέτι :το 'βαλε πείσμα, σκοπό
~ αμή, αμέ, αμηδά = αλλά, πως όχι;
~ αμμουδέρα η = το αμμώδες έδαφος
~ αμολάω = αφήνω κάποιον ή κάτι ανεμπόδιστο, ελεύθερο. Απολύω
~ άμπακος, ο = γεμάτο πιάτο, πολύ φαϊ, έφαγε τον άμπακο.
~ αμπελοκουτσούρα, η = το κλήμα του αμπελιού
~ αμποδένω = με μάγια κάνω το νιόγαμπρο ανίκανο
~ αμποδιέται = απαγορευμένο στη βοσκή από ξένα ζώα
~ αμπράζικος, η, ο = βάναυσος, ανεπιτήδευτος, ασουλούπωτος
~ άμωρος, η, ο = άδικος, τεμπέλης, ράθυμος
~ αναβροχιά, η = ανομβρία
~ αναγελάω = γελάω δυνατά, περιγελώ, χλευάζω
~ ανάγερτα = ανάδιπλα, ανάποδα
~ αναγκαίος, ο = το αποχωρητήριο
~ αναγούλα, η = τάση για εμετό, αποστροφή
~ ανάγυρα = από μακρινό δρόμο, γύρω-γύρω όχι απ' ευθείας
~ ανεβατίζω = ζυμώνω
~ ανεβατό, το = το ψωμί το ένζυμο, με μαγιά ή προζύμι
~ ανακαψίλα, η = κάψιμο στο στομάχι, καούρα
~ ανακλαδίζομαι = τεντώνομαι με ταυτόχρονο χασμουρητό
~ ανάμμα, το = το κόκκινο κρασί, το κρασί της θείας κοινωνίας
~ ανανίδα, η = είδος αγκαθωτού θάμνου
~ αναπιάνω = αναπιάνω το προζύμι, το ανακατεύω με αλεύρι και νερό
~ ανάργια = αραιά
~ αναρραχός, ο = η τύχη, το ποδαρικό
~ ανασγρουπώνω= αναλαμβάνω δυνάμεις μετά από αρρώστια, ξεγερεύω
~ανασταίνω = ανατρέφω κάποιον από μικρό παιδί, επαναφέρω απ' το θάνατο
~ ανατσουτσουρώνουμαι = αγριεύω με επιθετικές διαθέσεις
~ αναχαράζω = μηρυκάζω
~ αναχρικό, το = χρήσιμο αντικείμενο του νοικοκυριού
~ ανεβάσταγος, η, ο = ο ανυπόμονος, ο ασυγκράτητος
~ ανεσίφταγος, ο =ο λαίμαργος
~ ανεμπαίζω = περιγελώ, χλευάζω
~ ανερώτηγα= χωρίς άδεια
~ αντάμα = μαζί
~ αντάρα, η = καπνός από πυροβολισμούς, καταχνιά
~ ανταρεύομαι = φωνάζω δυνατά, κάνω φασαρία
~ άνταφλα = απρόσεχτα
~ άνταφλος, ο= ο απρόσεχτος
~ αντί,το = εξάρτημα του αργαλειού όπου τυλίγεται το νήμα
~ αντρομίδα, η = μάλλινο υφαντό κλινοσκέπασμα, είδος μπαντανίας
~ ανυφάντρα, η = η υφάντρα
~ ανέκοπα = χωρίς κόπο
~ απαυτώνω = αντί του κακόηχου ρ. της σεξουαλικής πράξης
~ απέκει = κατόπι
`~ απιθώνω = αφήνω κάπου αυτό που κρατώ
~ αποίκου = έτοιμος για να ξεκινήσει
~ απίστομα = ανάποδα, με το στόμα προς τα κάτω
~ απόβραδο, το= το σούρουπο
~ αποβραδίς = χθες το σούρουπο
~ απόζερβα = παράμερα
~ αποκά = από κάτω
~ αποκούμπι, το = το καταφύγιο, το άσυλο
~ αποπανίτσα = λίγο πιο πάνω
~ απόπατος ο = το αποχωρητήριο
~ αποπαίδι, το= το αποκηρυγμένο, αποκληρωμένο παιδί
~ αποπαίρνω = επιπλήττω, κατσαδιάζω
~ απόσκιο, το = ο ανήλιος τόπος
~ αποσπερού = απόψε
~ αποσταίνω = αποκάμνω, κουράζομαι
~ αποστασίλα, η =κούραση
~ αποσώνω = τελειώνω, ολοκληρώνω κάτι, προσθέτω μέχρι να γεμίσει
~ αποφαγούδι, το = Τα αποφάγια, τα υπολείμματα του φαγητού
~ αποχτώ = τελειώνω το χτίσιμο, κάνω δικό μου, αποχτώ ,γεννώ παιδί
~ απόβροχα= μετά τη βροχή
~ άρα-μάρα, η = ελευθεροστομία, αχαλίνωτη και ακατάληπτη φλυαρία
~ αραδίζω = περνοδιαβαίνω
~ αραποσάβανος, ο = βρώμικος, λερωμένος
~ άρβαλος, ο = ο θόρυβος
~ αρβαλάω = κάνω θόρυβο
~ αρβάλια, τα = μεταλλικές κινητές χειρολαβές
~ αρβαλοτεσούλα, η = μετάλλινος κουβάς με μεταλλικές χειρολαβές
~ αργάζω = κατεργάζομαι μτφ ξυλοκοπώ
~ αργιεύω = αραιώνω
~ αργιολόϊ το = το κόσκινο που χρησιμοποιούν για τα δημητριακά ~ αριάνι, το = το αποβουτυρωμένο γάλα
~ αρίδα,η = το πόδι
~ αρίδι το = το χειροκίνητο τρυπάνι
~ Αριολόγι, αριολογάω= το μάζεμα των αριών ελιών, καρυδιών, κοκολόγι - κοκολογάω
~ αρκουδόβατο το= είδος ακανθώδους θάμνου, χρησιμεύει για φράχτης σε περιβόλια
~ αρλούμπα, η= κουταμάρα, ανοησία σε κουβέντα
~ αρμαθιά, η = σύνολο ομοειδών πραγμάτων περασμένων σε κλωστή, μπουκέτο
~ αρμακάς, ο = σωρός, στοίβα
~ άρνη, η = η άρνηση, η λησμονιά
~ αρνόκουρα τα = κουρεμένα μαλλιά από αρνιά
~ αρούκατος, ο = απεριποίητος, ατημέλητος, ατσούμπαλος
~ αρουλιέμαι= ουρλιάζω
~αρτσίδι = μούσκεμα, ο βρεγμένος μέχρι το κόκαλο
~αρύς –ια -υ = αραιός –α, -ο
~ ασίκης, ο = λεβέντης, νέος αξιέραστος, γενναίος
~ ασκέρι, το = παρέα, οικογένεια, σύνολο ανθρώπων
~ ασκί, το = το τουλούμι
~ ασκοφυσάω = βγάζω με δύναμη τον αέρα λόγω κούρασης ή θυμού
~ Ασουλούπωτος, η, ο = ατημέλητος, απεριποίητος, αυτός που έχει κακή εμφάνιση
~ ασπρόγειο, το = το έδαφος από ασπρόχωμα
~ασπρόκωλος, ο = είδος πουλιού με άσπρη ουρά
~αστράχα, η = ο μεταξύ τοιχίου και στέγης χώρος
~ αστρίτης, ο= η αρσενική οχιά, είδος οχιάς
~ αστροφεγγιά, η = το φέγγισμα των άστρων τη νύχτα χωρίς φεγγάρι
~ ασύφταγος, η, ο = Ο λαίμαργος, ο αδηφάγος
~ άταρος, η, ο = ο ανώριμος, ο αδύναμος, ο νωθρός
~ αυγατάω = αυξάνω
~ αφαλαρίδα, η = είδος χορταριού με αγκάθια
~ άφερτος, ο = αυτός που δεν έχει έρθει ακόμα
~ αφορμή η = αιτία για δράση
~ αφόρμησε = ερεθίστηκε (η πληγή)
~ άφραγκος, ο = αυτός που δεν έχει χρήματα
~ άφταιγος, η, ο = εκείνος που δεν φταιει σε τίποτα
~ άφτουρος, η, ο = εκείνος που δεν φτουράει, δεν επαρκεί
~ αχαϊρευτος, ο= ο ανεπρόκοπος
~αχαμνός, η, ο = ο αδύνατος
~ αχεργιά η = ο αχυρώνας
~ άχερο, το = το άχυρο
~ αχεροκαλύβα, η= καλύβα από ξερόχορτα
~ αχιβάδα, η = το κοίλωμα της καπνοδόχου ή του ιερού της εκκλησίας
~ αχνιά, η = η σιγανή φωνή
~ αχορταγίλα, η αχορταγία, λαιμαργία
~ αχούρι, το = στάβλος αλόγων ή γαϊδάρων μτφ το ακατάστατο σπίτι
~ άχτι, το= εκπλήρωσις τιμωρίας ή εκδικήσεως
~ άϊ = άιντε, πήγαινε
~ Αβγατάω = αυξάνω , μεγαλώνω ..
~ Αβέρτα = ΣΥΝΈΧΕΙΑ.. ΠΟΛΎ
~ Αγκούσα = ζέστη ζεστένομαι ..
~ Απίδι = αχλάδι
~ Ανάκαρα =
~ Αλετροπόδα. Η Πούλια
~ Αγκλεορας, (ελλέβορος, φλώμος)
~ Αγκουρίδα, αγάλι αγάλι γίνεται η αγκουρίδα (αγγούρι) μέλι VM
~ Αγκούσα - = ζέστα
~ Αγκωνή = γωνία ψωμιού , γωνία σπιτιού
~ Αγούμιστο είδος σταφυλιού
~ Ακουμπέτι =
~ Ακουρμαίνω (να ακουρμαστώ)
~ Αλάνα, αλάνι
~ Αλατόπετσα ελατόπετσα
~ Αλαφιάζομαι DP
~ Αλαφροπαλάντζας
~ Αλεπονούρης
~ Αλισβερίσι
~Αλούταρη ΠΠ
~ Άμαχα κι αντάραχα VS
~ Αμιδά
~ Αμορίτης YS
~ Αμορόχαυλος
~ Αναγριμπώθηκε
~ Ανάκαρα
~ Ανακλανίστηκα (τεντώνω το κορμί) ΠΠ
~ Αναπαρώνω
~ Ανασγρούπωσε
~Ανασκουμπώνω (τα μανίκια)
~Αναφανταλιά
~Αντερώθηκα ΒΚ
~Αντρομίδα (ενδρομίς, κουβέρτα)
~Απίδι
~Απίκο ΓΣ
~Απίστομα
~Απλογιέμαι (απαντώ)
~Απλυτοβεδούρα ΒΜ
~Αποκορωμένος (καρκίνος, οχιά, ρουφιάνος)
~Αποκορωσιά
~Απολειφάδι YS
~Αποσπερού
~Αποχάβρησα, αποχαβρώθηκα
~Αράδα
~Αραλίκι
~Aralik λέγεται στην Τουρκία ο μήνας Δεκέμβρης.
~Άσβος μτφ πονηρός
~Αρίδα
~Αρουλιέμαι
~Ασκήζ ασκήσεις DB
~Αστράχα
~Άταρος
~Άφερούμ!! VM
~Αφόρμισε
*** Β ΄
~βαγένι
Βαγιόλι
Βάιζα
Βάκας
Βακέτα
Βαλσαμάκι, το φυτό
Βαρβατσέλι
Βαρεμένη
Βασκαντούρης, -α
Βασταγούρι YS
Βάτεμα
Βελέντζα
Βηρούλια, Βηρός
Βιδέλο, βιτέλο
Βίκα
Βισαλιάστηκε
Βολές = φορές
Βουζντάκα
Βουτσί
Βουτούμι
Βραγιά
Βρακοζώνι
Βρωμολυγιά, (Λεβεντης μαθες της βρωμολυγιας!!!) ΠΠ
~ Βέλιουρας. Κοινότατο χόρτο και στην Αττική, το γνωρίζετε ‘ολοι. Το στάχυ του είναι δηλητηριώδες και για τα ζώα.
~ βαγιόλι, το = πετσέτα φαγητού
~ Βαλαντώνω -ουμαι = στενοχωριέμαι, φλέγομαι από ερωτικό πάθος, αρρωσταίνω
~ βαρβάτο,το = αρσενικό ατίθασο και δυνατό, με πολλές ορμές
~ βαργκομισμένος, ο = ο λυπημένος,ο δύσθυμος ρ. βαρυγκομώ
~ βαρκό το = ελώδης τόπος, βάλτος, βούρκος
~ βασταγό, το = το γαϊδούρι
~ βατοκόπι, το = κλαδευτήρι που έχει πίσω μεγάλο ξύλο
~ βεδούρα, η = ξύλινος κάδος, κουβάς
~ βελάζω = φωνάζω δυνατά χωρίς να λέω τίποτε
~ βελάνι, το = το βελανίδι
~ βέλασμα, το = φωνή αιγοπροβάτου
~ βελέντζα, η = μάλλινο υφαντό που δεν έχει πάει νεροτριβή
~ βίγλα, η = σκοπιά σε ύψωμα, παρατηρητήριο
~ βίκα, η = η στάμνα, πήλινο δοχείο για πόσιμο νερό
~ βιλαέτι, το = η επαρχία
~ βιλάρι, το = ο αργαλειός με το νήμα
~ βισγάντι το = κατάπλασμα από βισγαντόμυιγες, θεραπευτικό για ρευματισμούς
~ βισγαντόμυγα η = είδος μυίγας με κιτρινόμαυρες ρίγες
~ βίτσα, η = βέργα λεπτή, μαστίγιο
~ βλογάει (δε) = δεν υπάρχει ούτε για δείγμα
~ βοϊδομάτης ο = αυτός που έχει μεγάλα μάτια
~ βολές, οι = φορές
~ βουρλίζομαι = περιστρέφομαι σαν σβούρα, βρίσκομαι σε έξαλλη κατάσταση
~ βρακοζώνι, το = η ζώνη του πανταλονιού
~ βρούντζος ο =
~ βρωμίστρα η = το χωράφι απ' όπου θερίστηκε μόλις βρώμη
*** Γ ΄
~ γουβράει. Η οχεία της γουρούνας.
~ γαϊδουράγκαθο το= είδος ακανθώδους θάμνου.-
~ γαϊδουριά, η =απρεπής συμπεριφορά, παλιανθρωπιά, αναισθησία
~ γαϊδουρεύω =γίνομαι ανάγωγος, με κακούς τρόπους συμπεριφοράς
~ γέννημα, το =γενικώς τα δημητριακά αλλά κυρίως το σιτάρι
~ γιδοξούρι, το =αυτός που είναι κουρεμένος σαν γίδι
~γιορντάνι, το =περιδέραιο από αργυρά και χρυσά νομίσματα
~γιούκος, ο =στοίβα από χοντρικά ρούχα, κλινοσκεπάσματα
~ γιουρούκι, το = ο χοντροφτιαγμένος και δυσκίνητος άνθρωπος, ο γέρος
~ γκαβαλίνα, η =η κοπριά του γάιδαρου
~ γκαβός, ο = ο αλλήθωρος
~ γκαλιουρίζω = αλληθωρίζω, κοιτάζω κάπως στραβά
~ γκαρδιακός, ο = φίλος αληθινός, αγαπημένος και έμπιστος
~γράνα, η = βαθύ χαντάκι, αυλάκι
~ γρουμπούλι, το = το καρούμπαλο, το εξόγκωμα από κάποιο χτύπημα, ο σβώλος
~ γρέκι,το = μαντρί γιδοπροβάτων
~ γουρνοκατσίλα, η = η κοπριά του γουρουνιού
~ γούρνα, η = λακκούβα φυσική ή τεχνητή όπου μαζεύεται νερό
~ γαϊδουρογουστέρα, η = η μεγάλη πράσινη σαύρα
~ γαϊδουροκυλίστρα, η = όπου κυλίστηκε γάιδαρος, μτφ μεγάλη ακαταστασία
~ γαϊδουριά, η = απρεπής συμπεριφορά, παλιανθρωπιά, αναισθησία
~ γαϊδουρογουστέρα, η = η μεγάλη πράσινη σαύρα
~ γαϊδουροκυλίστρα, η = όπου κυλίστηκε γάιδαρος, μτφ μεγάλη ακαταστασία
~ γάϊδουροφαγωμένος, ο = ο δαγκωμένος από γάιδαρο, μτφ ο ακανόνιστος, ακαλαίσθητος
~ γαλίφης, ο = ο κόλακας, ο γλείφτης
~ γαλιφιά, η = κολακεία, μαλαγανιά
~ γανίλα, η = αγανωσιά, σκουριά
~ γδυτός, η, ο = ο γυμνός
~ γελέκο, γελέκι, το = αμάνικο επανωφόρι, στηθόρουχο.
~ γέννημα, το = γενικώς τα δημητριακά αλλά κυρίως το σιτάρι
~ γεντέκι, το = ο εύσωμος και γερός άνθρωπος
~ γεράνια, η = η γαλάζια
~ γεροκομάω = φροντίζω, περιποιούμαι ηλικιωμένο άνθρωπο
~ γητεύω = γιατρεύω με μάγια
~ γιαργούτη, η = το γιαούρτι
~ γιατάκι, το = το κατάλυμα, ο τόπος διαμονής ,το κλινοσκέπασμα
~ γιδοξούρι, το = αυτός που είναι κουρεμένος σαν γίδι
~ γιδοτόμαρο, το = το ασκί, το τουλούμι
~ γιόμα, το = το μεσημεριανό γεύμα το μεσημέρι
~ γιοματάρι, το = βαγένι γεμάτο κρασί που δεν το έχουν ανοίξει ακόμα
~ γιορντάνι, το = περιδέραιο από αργυρά και χρυσά νομίσματα
Το Γκλαφουνάω είναι ρήμα που χρησιμοποιείται στα Καλάβρυτα και σημαίνει... ότι μιμούμαι το συνεχόμενο γάβγισμα του μικρού σκύλου.
Μεταφορικά σημαίνει ότι γκρινιάζω χωρίς λόγο...
γουβράει. Η οχεία της γουρούνας.Γαλαζώνω, γαλάζωμα
Γάνιασμα
Γαργαλεύω
Γιάτρα
Γιοργάδα
Γιουχάρω
Γιούκος
Γιρουστάω
Γκάβαλο
Γκαλιούρης
Γκλάβα
Γκλόγκοβα
Γλέπω (βλέπω)
Γλίστρα (σκουλίκι δόλωμα)
Γλίνα
Γλίτσα
Γουλί (ξύρισμα, κούρεμα)
Γούλισμα
Γούπατο
Γουργάει
Γούρι
Γουρλής
Γουστέρα ΒΚ
Γούτος, χρησιμοποιείται κι ως υβριστική
Γρίβας
Γριμπίλι
Γρουσούζης
γιουρντάω = ορμάω, αντεπιτίθεμαι ~ γιούκος, ο = στοίβα από χοντρικά ρούχα, κλινοσκεπάσματα
~ γιουρντί, το = βαρύ επανωφόρι από τραγόμαλο χωρίς μανίκια
~ γιουρούκι, το = ο χοντροφτιαγμένος και δυσκίνητος άνθρωπος, ο γέρος
~ γκαβαλίνα, η = η κοπριά του γάιδαρου
~ γκαβίζω = αλληθωρίζω
~ γκαβός, ο = ο αλλήθωρος
~ γκαλιουρίζω = αλληθωρίζω, κοιτάζω κάπως στραβά
~ καλντερίμι, το = λιθόστρωτος δρόμος
~ γκανιάζω = διψάω πολύ
~ γκάργκανο, το = ο ξερός και άνυδρος τόπος
~ γκαρδιακός, ο = φίλος αληθινός, αγαπημένος και έμπιστος
~ γκεστάω = αγανακτώ από κούραση
~ γκλαφουνάω = ζητάω με κλάματα
~ γκουβούνα, η = κοπριά ζώου, μικρός σωρός από ακαθαρσίες
~ γκουμούλα, η = σωρός από σκουπίδια ή ακαθαρσίες
~ γκράς, ο = είδος όπλου εμπροσθόγιομο
~ γκρεμίλα, η = επικίνδυνα επικλινές και άγονο έδαφος
~ γκριτζάλα, η = ξύλινος τάκος με δόντια όπου τρίβουν το αραβοσίτι
~ γλαντζινιά, η = είδος αειθαλούς δέντρου
~ γλάρα, η = νύστα, υγρασία
~ γλαρός, ο = ο μαλακός
~ γλιέπω = βλέπω
~ γλυκάδι, το = το ξίδι
~ γλύνα, η = ο άργιλος
~ γνέθω = φτιάχνω νήμα για ύφανση στη ρόκα
~ γνέμα, το = το προϊόν του γνεσίματος, το νήμα
~ γνώρα, η = γνώριση, δεν του 'δωκα γνώρα: έκανα πως δεν τον γνώρισα
~ γομάρι, το =το φορτίο, κατ' επέκταση ο γάιδαρος
~ γουβαλοσκάστης, ο = ο βουβαλοσκάστης, ο ανυπόφορος άνθρωπος
~ γούβης, ο = είδος πουλιού, μτφ.ο άνθρωπος ο σκυθρωπός και λιγόλογος
~ γουβίτσα, η = το κοίλωμα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, παιχνίδι παιδικό
~ γούβρα, η = η περίοδος ζευγαρώματος των γουρουνιών
~ γουβράω = ζητάω ζευγάρωμα
~ γουλισιά, η = η λάσπη που φέρνει το ποτάμι όταν φουσκώνει
~ γούλισμα το = το έδαφος που έγινε από την γουλισιά που έφερε το ποτάμι
~ γούπατο, το = το χαμήλωμα του εδάφους, το βαθύπεδο
~ γουργουλιάνα, ωη = πολτοποιημένη μάζα
~ γουρμάζω = ωριμάζω
~ γουρμοφάγος, ο = ο ωριμοφάγος
~ γούρνα, η = λακκούβα φυσική ή τεχνητή όπου μαζεύεται νερό
~ γουρνί,το = το πίσω μέρος της εστίας όπου μαζεύεται η στάχτη
~ γουρνοκατσίλα, η = η κοπριά του γουρουνιού
~ γουστέρα, η = η σαύρα
~ γραμμένη, η = ζωγραφιστή, καλλίγραμμη, ωραία
~ γρανίτσα η = ένα είδος βελανιδιάς, ρουπάκι
~ γρέκι,το = μαντρί γιδοπροβάτων
~ γρουμπούλι, το = το καρούμπαλο, το εξόγκωμα από κάποιο χτύπημα, ο σβώλος
~ γράνα, η = βαθύ χαντάκι, αυλάκι
~ γωνιά, η = η εστία στο σπίτι
*** Δ΄
~ δα = μόλις2~ δασιά, τα = πυκνά
3~ δαυλίτης ο = παράσιτο που καταστρέφει τα αραποσίτια
4~ δεκριάνι, το = ξύλινο εργαλείο σε σχήμα πιρουνιού για συλλογή σανού
5~ δεματικό, το = το περίδεμα από στάχυα, με το οποίο δένουν πολλά χερόβολα
6~ δεματοπούλα, η =
7~ δεμάτι, το = το χερόβολο, μία χεριά στάχυα
8~ δεντρογαλιά, η = είδος φιδιού
9~ δεφτέρι, το = κατάστιχο, τετράδιο
10~ διάη, διάκε = διάβηκε, πήγε
11~ διάζω = ετοιμάζω το διασίδι (στημόνι) για την ύφανση, ιδιάζω
12~ διακονιάρης, ο = ο ζητιάνος
13~ διάσελο, το = το ξέφωτο σε κάποιο ύψωμα
14~ διαταή, διάτα = διαταγή
15~ διάτανος, ο = ο σατανάς
16~ διβολάω = οργώνω για δεύτερη φορά για καλύτερη απόδοση
17~ διβόλισμα, το = το δεύτερο χέρι οργώματος πριν τη σπορά
18~ δικολάβος, ο = ο δικηγόρος, ο διπλωμάτης και καταφερντζής άνθρωπος
19~ διμούτσουνος, η, ο = ο διπρόσωπος
20~ διπλό, το = εργαλείο που στουμπάν' το καλαμπόκι
21~ διφόρια, τα = καρποί που γίνονται μετά τη συγκομιδή της σοδιάς
22~ δόγα, η = η μία από τις πολλές τάβλες του βαγενιού
23~ δόλιος, α, ο = ο φτωχός και αξιολύπητος άνθρωπος
24~ δοξαπατρί, το = κατακούτελα
25~ δραγάτης, ο = ο αμπελοφύλακας
26~ δραγουμάνος, ο = ο αγγελιαφόρος
27~ δραπέτσι, το = Το πολύ δρυμό ξίδι
28~ δριμόνι, το = το μεγάλο κόσκινο για το ξεκαθάρισμα των δημητριακών
29~ δρυμός, η, ο = ο οξύς, ο σκληρός, ο καυστικός
30~ δροτσίλα, το = εξάνθημα
31~ δυχατέρα, η = η θυγατέρα, η κόρη
Δαγός
Δεμοσιά, Εθνική οδός ΔΜ
Δέση
Διός σχωρέστον
Διαφημηζ, διαφημήσεις DB
Δικριάνι
Διπλομούτσουνος (διπλοπρόσωπος)
Δόγα
*** Ε΄
~ έγκομος, η, ο = ο παχύς, ο ευτραφής
~ εδεφτού, εδεκεί = εκεί ακριβώς
~ είναιτος = αυτός υπάρχει
~ έλαχε = έτυχε
~ ελόγιασα = αντιλήφθηκα, είδα
~ έμπα, το = η είσοδος
~ εμπατή, η = η είσοδος του σπιτιού
~ εξαποδώ, ο = ο διάβολος
~ εξεπιτούτου = ακριβώς γιαυτό το σκοπό
~ εξηνταβελώνης, ο = ο τσιγκούνης, ο σπαγκοραμμένος...
~ επιπόνου = με πολύ στεναχώρια
~ επρογκίξανε = τρόμαξαν και τράπηκαν σε φυγή
~ ερμοκκλήσι, το = συνέλαβε μετά το μάρκαλο
~ ετώρα = τώρα
~ εφούμισε = εκαλλωπίσθηι, εδοξάσθη
~ εφτούνος εφτού = αυτός εκεί
~ έχι, το = το βιός, η περιουσία
Έβελο
Έντο, νάτο
Εφτού, εκεί
*** Ζ ΄
~ ζεμπερέκι. Το πόμολο της πόρτας.
Ζαγκλάκια
Ζαιρές ΓΚ
Ζαμπακωμένος
Ζαρζαβατικά
Ζάφτω
Ζγαρλάω
Ζεμπερέκι
Ζεμπίλι
Ζεύει, βρωμάει
Ζουγκούνισμα
Ζουλάπι
Ζουλάω
Ζουπάω, ζουπάκιασμα
Ζωντόβολο
*** Η ΄
~ Ηλιακός, ο = τοποθεσία που τη βλέπει πολύ ο ήλιος
~ Ημεράδι, το = ένα είδος βελανιδιάς, ρουπάκι
~ ημιπληγία = το εγκεφαλικό επεισόδιο, όπου παραλύει κατά το μισό
~ Ήρα, ηριάστηκα
*** Θ ΄
~θαμπίζω = μόλις που βλέπω
~ θανατικό, το = θανατηφόρα επιδημία, λοιμός
~ θανατικός, ο = ο πολύ φανατικός για κάτι
~ θανατίκι, το = η δαπάνη για την ταφή
~ θειακούλα, η = η θειούλα, θείτσα
~ θελά = ήθελα
~ θέλημα, το = κάτι που αποφεύγεται να κατονομαστεί, η παραγγελία
~ θελόσταχτη, η = η αλισίβα
~ θελός, -η, -ο = θολός
~ θεριακωμένος, ο = ο υπερφυσικός, ο τεράστιος
~ θεριό, το = το θηρίο
~ θεριστής, ο = ο μήνας Ιούνιος
~ θερμαίνομαι= ριγώ, κρυώνω
~ θέρμη, η = ρίγος από πυρετό, η ελονοσία
~ θημωνιά, η = σωρός από στάχυα έτοιμα για αλώνισμα
~ θράσιος, α, ο = ο ψόφιος, ο άνοστος μτφ. ο άνθρωπος που χαραμίζεται
~ θροϊζομαι = ριγώ, κατά μία έννοια και φοβάμαι, αγριεύομαι
~ θροϊλα, η = το σύγκρυο ,η ανατριχίλα από φόβο ή φρίκη
~ θρόϊσμα, το = το ελαφρό χάδι που προκαλεί ελαφρό ρίγος
~ θρύψαλα, τα = πολύ μικρά κομματάκια από σπάσιμο, θραύσματα
~ θυγατέρα, η = η κόρη
~ ιορδάνης ποταμός = ο γαλαξίας
*** Ι΄
~ ίσκα, η = είδος παράσιτου των δέντρων, χρήσιμο για το άναμμα φωτιάς
~ ιταίρι, το = σύζυγος, να χαίρεσαι το ιταίρι σου
~ ινάτι, το = το πείσμα, το καπρίτσιο
Ίβαλα
Ίγγλα
Ίτενο (είδος τρούφας)
*** Κ΄
~ κώτσαλα. Από το σιτάρι αυτά τα χονδρά, που δεν απομακρύνθηκαν από το στάχυ.
~ κοτσίρι. Φυτό σαν αγριομπίζελο τροφή για ζώα.
~ κορίτας η κορίτος συνήθως πέτρινος η τσιμεντένιος. Μικρή σκάφη.
~ καστραπέτσι. Το αγγούρι
~ κα = κάτω
~ καββουρομάνα η = η καββουρίνα
~ καγιανάς, ο = είδος φαγητού, παστό χοιρινό με αυγά και ντομάτα
~ καδένα, η = η αλυσίδα, κατά μία έννοια το κόσμημα
~ κάδη, η = ξύλινος κάδος όπου χτυπούσαν το γάλα για να βγει το βούτυρο
~ καζάντια, τα = τα υπάρχοντα, τα πλούτη, τα κέρδη
~ καζαντώ = αποκτώ πλούτη, κερδίζω
~ καζάρμα, η = η φυλακή
~ καϊλα,η = αίσθημα καύσου, σφοδρή επιθυμία, παίδεμα, ταλαιπωρία
~ καζαντώ = αποκτώ πλούτη, κερδίζω
~ καζάρμα, η = η φυλακή
~ καϊλα,η = αίσθημα καύσου, σφοδρή επιθυμία, παίδεμα, ταλαιπωρία
~ κακαράντζα, η = η κοπριά των γιδοπροβάτων
~ κακαφορμίζω = ερεθίζομαι άσχημα, πρήζομαι
~ κακαϊδή, η = κακή νύφη στο είδος και στη μορφή, Κακαιδή (κακή και άσχημη) AP ~ κακογραμμένος, η, ο = ο κακορίζικος που έχει κακό τέλος, ο δύσμοιρος
~ κακοζάκανος, ο = ο κακοφτιαγμένος
~ κακοντέλης, α, ικο = ο φουκαράς, ο έχων κακό τέλος
~ κακορίζικος, η, ο = αυτός που του έχει γράψει η μοίρα ατυχίες και δυστυχία
~ κακοτρέχω = κακολογώ κάποιον με κάθε ευκαιρία
~ καλαμάρι, το = η θήκη των κοντυλοφόρων
~ καλαμιά, η = ο κορμός των δημητριακών μέχρι το στάχυ, το θερισμένο χωράφι
~ καλαμίζω = μασουρίζω, τυλίγω το νήμα στο καλάμι
~ καλαμιώνας, ο = φυτεία καλαμιών
~ καλαμοβύζα, η = η προβατίνα που έχει χοντρά βυζιά δύσκολα στο θηλασμό
~ καλαμοδόντα, η = το στοιχειό της λίμνης ή του ποταμού
~ καλαμωτή η = καλαμένιο χώρισμα, εργαλείο για ψάρεμα
~ καλιάζω = σκαρφαλώνω, γαντζώνομαι
~ καλιακούδα, η = η καρακάξα, η κάργια
~ καλιγώνω = πεταλώνω
~ καλικούτσια = καβαλικευτά τα παιδιά στους ώμους των μεγάλων με τα πόδια ανοιχτά
~ καλιμάνα η = είδος αποδημητικού πουλιού που έρχεται όταν πιάσουν τα κρύα
~ καλμπάτσα, η = αρρώστια των προβάτων που βόσκουν στα έλη.
~ καλντερίμι, το = λιθόστρωτο δρομάκι, ή χώρος
~ καλοσκαιρίζω = γεύομαι για το καλό του χρόνου
~ καλοφάγανος, ο = ο εύκολος στο φαγητό αντιθ. κακοφάγανος
~ κάλπικος, η, ο = ο ψεύτικος, ο κίβδηλος
~ καμάτι το = το όργωμα, η σπορά
~ καμούσι, το = το σώσμα, το τελευταίο κρασί στο βαρέλι
~ καμτσί, το = το μαστίγιο
~ κάνα = κανένα
~ κανακεύω = χαϊδεύω, χαϊδολογάω
~ κανάκια, τα = τα χάδια
~ κάνουλα, η = η βρύση, κυρίως του βαγενιού
~ κάνω = γεννώ
~ κάνω (χωράφι)= οργώνω, σπέρνω
~ κάπα, η = χοντρό μάλλινο επανωφόρι των βοσκών με κουκούλα
~ καπάτσα, η = η πολύ δραστήρια και καταφερτζού γυναίκα
~ καπελιάνα, η = η γυναίκα η καπάτσα, η δραστήρια
~ καπηνός, ο = ο καπνός
~ καπίστρι, το = το χαλινάρι του γάιδαρου
~ καπίτσα, η = η λέρα, η σωματική βρωμιά
~ καπρίτσιο, το = το πείσμα
~ καπροδόντης, α, ικο = αυτός που έχει στραβά δόντια
~ καρακαηδόνα, η = η κοπέλα η πεταχτή, η λογού και τσαχπίνα
~ καρακούσι, το = γενικά η αρρώστια
~ καραμπαλίκια, τα = τ' αχαμνά, οι όρχεις
~ καραμπουζουκλής, ο = ο λεβέντης, με διάθεση αστειότητας
~ καραούλι, το = η σκοπιά, το παρατηρητήριο
~ κάργα = πολύ
~ καργιά, η = η καρυδιά
~ καρδαμώνω = γερεύω μετά από αρρώστια, γίνομαι εύρωστος, δυνατός
~ καρδάρα, η = ξύλινο δοχείο που χρησιμεύει για να μετρούν το γάλα κυρίως
~ καρκάσελος, ο = ο ολόγυμνος
~ καρλαύτης, ο = αυτός που έχει μεγάλα αυτιά
~ κάρμα,το = το ψοφίμι, το ψόφιο ζώο
~ καρμηροσάκκουλος ο = ο τσιγκούνης
~ καρμίρης, ο = ο τσιγκούνης, ο στυγνός ατομιστής
~ καρμπούσι, το = το κοτσάνι του αραβόσιτου
~ καρούτζαφλας, ο = ο λάρυγγας
~ καρούλα η = πληγή από κάψιμο ή μαστίγωμα
~ καρούτα, η = ξύλινος δίαυλος για να περνά νερό για άρδευση κυρίως, σκάφη
~ καρτερώ = περιμένω, εμποδίζω να περάσει κάποιος ή κάτι
~ καστραβέτσι, το = το αγγούρι
~ κατάλακα = εντελώς φανερά και αδικαιολόγητα
~ κατάραχα = στην κορυφή στη ράχη, στον λόφο
~ καταράχι, το = ο λόφος
~ κατάσαρκα = ακριβώς επάνω στη σάρκα
~ κατάχαμα = ολότελα χάμω
~ καταχερίζω = δέρνω κάποιον κατεβάζοντας επάνω του το χέρι μου
~ κατής, ο = εροδίκης των Τούρκων, που δίκαζε σύμφωνα με τη θρησκεία
~ κάτινου = κάποιου
~ κατουρλοκάνατο το = το ουροδοχείο, μτφ. χλευαστικά ο ανήμπορος άνθρωπος
~ κατραπακιά, η = χτυπώ κάποιον στο κεφάλι με την παλάμη μου
~ κατράκι, το = δυσάρεστο συμβάν
~ κατσάβραχα, τα = τα βραχολίθαρα με πολλές αυλακώσεις από τη διάβρωση
~ κατσιαπλιάς, ο = ο κλέφτης που φυγοδικεί ρακένδυτος
~ κατσικόδρομος ο = μικρό και δύσβατο μονοπάτι
~ κατσικοπόδαρος ο = ο γρουσούζης
~ κατσικώνομαι = πεισμώνω, συμπεριφέρομαι ιδιότροπα , μουλαρώνω
~ κατσιούλα η = η κουκούλα της κάπας
~ κατσιουλιέρα, η = το πουλί κορυδαλλός
~ κατσιφάρα, η = η καταχνιά, η ομίχλη
~ κατσούλα, η = η γάτα
~ κατώι,το = το ισόγειο στις παραδοσιακές κατοικίες
~ καυκαλίθρα, η = είδος αγριόχορτου(αρωματικό)
~ καύκαλο το = κοκάλινο περίβλημα, καβούκι ζώου
~ κάφυρο, το = το ρουθούνι
~ καψαλιά, η = τόπος καμένος από πυρκαϊά
~ καψερός , ο = έκφραση συμπάθειας σε κακότυχο
~ καψοκαλύβας, ο = εκείνος που τα θυσιάζει όλα για τη φιλοξενία
~ κειάφι, το = το θειάφι
~ κελάρης, ο = ο αρμόδιος, ο υπεύθυνος για την αποθήκη τροφίμων
~ κεραλοιφή, η = φαρμακευτικό παρασκεύασμα ειδικό για δερματοπάθειες
~ κερατάς, ο = αυτός που έχει κέρατα, ο απατημένος σύζυγος.
~ κερατούκλης, ο = ο κατεργάρης
~ κιβούρι, το = το μνήμα, ο τάφος
~ κιλίμι, το = λεπτό χαλί
~ κιούπι, το = πήλινο σταμνί που μέσα παστώνουν το χοιρινό κρέας
~ κιρκινέζι το = είδος γερακιού που ζυγιάζεται στον αέρα
~ κιώσανε = τελειώσανε
~ κλαρί το = κομμένα κλαδιά δέντρων για τροφή ζώων, κλαδί
~ κλαψοπούλι, το = νυχτοπούλι με κλαψιάρικη λαλιά
~ κλιμαντήρα, η = η έντονη επιθυμία να φάω κάτι συγκεκριμένο...ρ.κλημαντηρίζω
~ κλιματσίδα η = η κλιματόβεργα
~ κλινάρι το = μτφ.ο αδύνατος, ο άρρωστος, ο σκελετωμένος άνθρωπος ή ζώο
~ κλουβιά η = εργαλείο με το οποίο φτιάχνουν τα κεριά
~ κλωθογυρίζω = γυρίζω γύρω σαν την κλώσα
~ κλωνά, η = η ίνα, η κλωστή
~ κλωσσόπλο το = το κοττοπουλάκι όταν βγαίνει από το αυγό
~ κογιόνης, ο = το πειραχτήρι, αυτός που κάνει καλαμπούρια και φάρσες
~ κότσια = οι αστράγαλοι, κουράγιο, ηθικό, τόλμη, παιδικό παιχνίδι
~ κοκκινογούλι, το = το ραπανάκι
~ κοκκολόγημα, το = το μάζεμα
~ κοκκόσια η = ένα καρύδι
~ κοκκολόγια, τα = καρύδια ή αμύγδαλα που έμειναν κάτω μετά το μάζεμα
~ κοκκοσιέλι το = το χαλάζι
~ κολίνα, ο = η λεπτή φέτα των εσπεριδοειδών, η σκελίδα του σκόρδου
~ κωλιτσάκι το = μεταλλικός γάντζος στο σαμάρι
~ κωλάνια, τα = ιμάντες που δένουν το σαμάρι του γάιδαρου
~ Κωλαντρίζω = περιποιούμαι τον άντρα μου για να 'ναι όμορφος
~ κόλεθρο, το = το μόλις πεσμένο από την κοιλιά της μάνας του παιδί
~ κολοκουρίζω = κουρεύω τα οπίσθια των προβάτων
~ κολορίζι το = η δυνατή ρίζα δέντρου
~ κωλώνω = εμποδίζω, καρτεράω, δειλιάζω
~ κολόστρα, η = το πρώτο γάλα μετά τη γέννα των ζώων, τρώγεται ηγανητό
~ κομπωτής, ο = ο απατεώνας
~ κονάκι το = το σπίτι, το νοικοκυριό, το κατάλυμα
~ κονάκι το = φίδι μαύρο, τυφλό, δηλητηριώδες που τσιμπάει μόνο Σάββατο
~ κοντοκαρτέρει = σιγοβάδιζε και περίμενε
~ κοντομοίρι, το = ένα κομμάτι ξύλο που χρησιμεύει και για όπλο ή μπαστούνι
~ κοντύλι, το -= ο κοντυλοφόρος, κομμάτι σχιστολίθου που έγραφαν στην πλάκα
~ κοπιάζω = έρχομαι
~ κοπρίτης, ο = ο βρωμιάρης, ο ανεπρόκοπος και τεμπέλης άνθρωπος
~ κορακιάζω = υποφέρω πολύ από δίψα, τρωω λαίμαργα, αποπατώ δημοσίως
~ κορακοζώητος, ο = αυτός που ζεί πολλά χρόνια
~ κόρδα, η = χορδή, νεύρο, ξύλινο δοκάρι, βασικό στήριγμα της στέγης
~ κορδελλάκια, τα = τα τσαλιμάκια
~ κορδονούρα, η = η υπερήφανη
~ κορήτα, η = πέτρινη ή ξύλινη γούρνα για πότισμα ή τάισμα ζώων
~ κορκολίκι το = το πικρό στη γεύση ,το δηλητήριο
~ κορκοφίγκι, το = το πρωτόγαλα που γίνεται στερεό όταν βράσει
~ κόρμπα, η = η μαύρη γίδα
~ κορφολογάω = κόβω τις κορυφές τρυφερών βλαστών, κυρίως αμπελιού
~ κορώνω = βρωμάω
~ κοτάω = τολμάω
~ κοτζάμ = τόσο μεγάλος
~ κοτρώνι, το = ογκόλιθος, μεγάλη πέτρα
~ κουβέλι, το = κυψέλη σε κουφάλα δέντρου
~ κούγελο, το = ο χαζός, ο ξεμωραμένος, ο αφελής
~ κουκουνιάζω = ερεθίζομαι από κάτι, αφηνιάζω
~ κουμάσι, το = ακάθαρτο υπόγειο, στάβλος
~ κουμούτσι ,το = ξεροκόμματο ψωμί
~ κουνενές, ο = το μωρό
~ κουνημένος, η, ο = μτφ. εκείνος που ξενιτεύτηκε και πέρασε θάλασσα
~ κουνιάδα, ος = η αδελφή -ος της -του συζύγου
~ κουνούκλα η = είδος αγρίου θαμνώδους φυτού με όμορφα μοβ λουλούδια
~ κουντίνα, η = κίνδυνος, αρρώστια
~ κουπαδέλι το = η κούπα
~ κούρβουλο, το = το ξερό κλήμα, μτφ το σακατεμένο χέρι ή πόδι
~ κουριάζω = κόβω σε τεμάχια
~ κουρκούτι, το = ο χυλός από σιτάλευρο μτφ.το θολωμένο μυαλό
~ κουρμπέτι, το = το ταξίδι, σεριάνι
~ κούρνια, η = το κοτέτσι, ο ύπνος των κοτών
~ κουρνιαχτός, ο = η σκόνη, ο μπουχός
~ κουρούνα, η = η κάργια, η καρακάξα
~ κουρούτα, η = προβατίνα με κέρατα
~ κούτελο, το = το μέτωπο
~ κουτουλάω = νυστάζω
~ κουτουπώνω = σκεπάζω, μτφ για τη σεξουαλική πράξη
~ κούτρα, η = το κεφάλι
~ κουτρούλι, το = βουναλάκι από χώμα που συσσωρεύεται με το σκάψιμο της αμπέλου
~ κούτσικος, η, ο = ο μικροκαμωμένος, το παιδάκι
~ κουτσούνα, η = η κούκλα
~κούτσουρο το = κοντοκομμένος κορμός δέντρου, μτφ. ο έρημος, ο μοναχικός
~ κοψοχολιάζω = ανησυχώ κάποιον για κακό που τελικά αποφεύχθηκε
~ κοψοχρονιά = μισοτιμή
~ κοψίδι, το = κομμάτι κρέας
~ κράζω = καλώ, φωνάζω
~ κραίνω = λέγω, μιλώ, απαντώ
~ κράνη, η = η μεγάλη πείνα
~ κριθαριά η = το χωράφι απ'όπου μόλις θερίστηκε σιτάρι
~ κρικέλι, το = ο κρίκος
~ κρίμα, το = το αμάρτημα
~ κριτσέπι το = άνυδρος κακοτράχαλος και πετρώδης τόπος
~ κρουστός, η, ο = ο σφιχτός και πυκνός στην ύφανση
~ κρυγιαίνω = κρυώνω
~ κυράτσα, η = η αρχόντισσα
~ κύρης, ο = ο αρχηγός της οικογένειας, ο πατέρας αφέντης
~ Καγιάρι (ο ουρανός καντήλι)
~ Κάγκουρας ? ΒΚ
~ Καινάρι ΠΠ
~ Κακάβι
~ Κακαβώστρα
~ Καλαμπαλίκης
Καλαμποκάνι
Καλαντζής. Καλαντζόγιαννης
Καλαπόδι
Καλιά (πάμε καλιά μας)
Καλιακούδα
Καλλικούτσια
Καλμπάτσα
Καλντερίμι
Καλόγερος (σαπουνιού)
Καμαρινώς (με ανδρεία)
Καπαμάς
Καπιστράδα
Καπλάτι
Καπλατοβελόνα
Καπούτσης
Καπρίτσιο
Καρακάξης
Καραμανιά
Κάργα. Καργάρω
Καργιόλα
Κάρμα, ψοφίμι σε αποσύνθεση
Καρδάρα
Καρλαμπίκι
Καρούλες ΒΚ
Καρούντζος (γουρουνιού)
Καρσί
Κασάι, Κασαί ΠΠ
Κασόνι
Καστραβέτσι
Καταπέτασμα, έφαγε το καταπέτασμα
Καταπίτης
Κατίνι, κατίνα πόδι
Κατριμπάνος
Κάτσιασε, κατσιασμένος
Κατσιβέλα
Κατσιμουδιάζω
Κατσιμπούλα
Κατσιώ, κατσίκα
Καφάσι, κεφάλι
Κάφυρα
Καψαλήθρες
Καψερός
Κερχανατζής ΣΣ
Κεσκέτια ΠΠ
Κεψές
Κιούπι
Κιτάξου (κοιμήσου)
Κιώνω, κιώθηκε
Κλαμπουριάζω
Κλαπακάω
Κλίτσικας
Κόκα, αυτός κοιτάζει μόνο την κόκα του
Κοκόσια
Κολάνι
Κολατσίζω, κολατσιό
Κολέκκας
Κολιτσάκι
Κόλπος, εγκεφαλικό
Κοπετίνες, κοπέλες ΔΜπ
Κοπανιέται, θρηνεί
Κοράκιασα, δίψασα, βράχνιασα από το σκούξιμο
Κορκάδα
Κορκοσούρα
Κορκοφίνι
Κορύτος
Κότσι
Κοτσιόνι
Κοτσόβολο
Κούγελο
Κούκλα, καλαμπόκι
Κουκούνισε
Κουμάσι
Κουμούλια DB
Κουμούτσα
Κουρβούλιασμα, κούρβουλο
Κουρκούτι
Κουρούνα, κουρούνικο
Κουρούπι
Κουσκούνι
Κουσουμάρω ΠΠ ΓΚ
Κουταλίδες
Κούτρα
Κουφοχελάδες
Κόφα
Κοψομεσιάστηκα
Κραπακάω
Κριπάρω
Κωθώνι (μήκων η υπνοφόρος)
Κωλοφύρης
Κωρώνει, βρωμάει
Κώστας με προφορά Κώιστας και Κουώστας DM
*** Λ΄
~ λιθοπάτης. Φλεγμονή της φτέρνας που προερχόταν από χτυπήματα.
19. ματικάπι. Η αρίς , το αρίδι, το τρυπάνι.
~ λαβδαριά, η = μεγάλος ξύλινος δοκός που στηρίζει τον όροφο του σπιτιού
~ λάβρα, η = η σπίθα που πετάγεται, η μεγάλη ζέστη
~ λαβροτανάω = ταλαιπωρώ, βασανίζω κάποιον παίζοντας μαζί του
~ λάγανο, το = κούραση από φασαρία, ή πολύ δουλειά
~ λάγαρο, το = το υπογάστριο ζώου
~ λαγγεύει (το μάτι)= σκιρτάει, παίζει, κάνει νευρικό τικ
~ λάγιος, α, ο = το μαύρο πρόβατο ή γίδα
~ λαγκοδέρνει = κάνει προθανάτιους σπασμούς
~ λαγομηζύθρα η = είδος αγριόχορτου
~ λαγομηλιά η = κανθώδης θάμνος που φυτρώνει στα δάση
~ λαδοκατόσταρο το = δοχείο που χωράει εκατό δράμια λάδι
~ λάζο, το = απάνεμο λιβάδι με πλούσιο χορτάρι για βοσκή
~ λαθουρός, η, ο = ο πετρωτός, ο σταχτόχρωμος με στίγματα λευκά
~ λαήνα η = το λαγήνι, το κιούπι
~ λάκα, η = επίπεδο τμήμα εδάφους, ισιάδα
~ λακάω = φεύγω κυνηγημένος τρέχοντας
~ λακιτός, η, ο = ο βιαστικός κάτω από πιεστικές συνθήκες
~ λάκκος, ο -= μτφ. ο αργαλειός
~ λακριντί, το = ιδιαίτερη συζήτηση....κατά μια έννοια το κουτσομπολιό
~ λαλαγκίδες, οι = είδος λουκουμάδων, οι τηγανίτες
~ λάμια, η = δράκαινα ανθρωποφάγος, στρίγγλα
~ λαμπίκου = πολύ καθαρά, αστραφτερά
~ λαναρίζω = ξαίνω μαλλί με τα λανάρια
~ λαπάντι, το = το καθαρό, το γνήσιο
~ λαρμανίζω = ταλαιπωρώ, κάνω κάποιον ότι θέλω, τον κακομεταχειρίζομαι
~ λατανάω = θηλάζω τα αρνοκάτσικα σε άλλες μανάδες που δεν αρμέχτηκαν
~ λαφτακάω = λεηλατώ
~ λεβέτι, το = μεγάλο δοχείο υγρών από χαλκό, το καζάνι
~ λεημόνι, το = το λεμόνι
~ λειριασμένος, η, ο = μτφ. ο μαραμένος
~ λεμές, ο = άνθρωπος κατώτερης στάθμης, κάθαρμα, παλιάνθρωπος
~ λέσι το = το ψοφίμι
~ λεσιάρα, η = το γιδοπρόβατο με πολύ πυκνά μαλλιά και βρωμιά
~ λεφούσι, το = το πολύ πυκνό πλήθος από ανθρώπους ή ζώα
~ λεχρίτης, ο = ο βρωμιάρης και ρακένδυτος άνθρωπος
~ λεχωνούδι, το = το μόλις γεννημένο βρέφος
~ λησμονάω = ξεχνώ
~ λιάρτζα, η = είδος πουλιού που κοιτά κατά τον ήλιο όταν κάθεται
~ λιάρος, ο = ο παρδαλός, ο πλουμιστός, ο άσπρος και μαύρος
~ λιθαροπάτι = τραύμα στην πατούσα, στο πέλμα του ποδιού
~ λιμαντέρα η = η μεγάλη, η βασανιστική πείνα
~ λιμοτάγαρο, το = μτφ ο πειναλέος, ο ζητιάνος περιφρονητικά
~ λίμπα, η = μεγάλο πήλινο δοχείο, μτφ ο πλημμυρισμένος νερά
~ λιμπί, το = το ροϊ, το δοχείο αποθήκευσης του λαδιού
~ λιμπίζουμαι = επιθυμώ πολύ, λαχταρώ
~ λιοκρίζει = (το φεγγάρι) είναι σαν ήλιος, η πανσέληνος
~ λιοντίρι το = μικρό ερπετό όμοιο με τη σαύρα, το σαμιαμίδι
~ λιτρίβα, η = κυλινδρική πέτρα που αλέθουν τις ελιές ή κόβουν αλάτι κλπ
~ λιχνάω = ξεχωρίζω το σιτάρι από το άχυρο με τη βοήθεια του αέρα
~ λογγιά η = δασώδης έκταση
~ λόζος, ο = θολωτό κτίσμα, ο χώρος όπου στεγάζεται το γουρούνι
~ λόπια, τα = είδος φασολιών
~ λόρδα, η = η πείνα
~ λούζα, η = δέντρο με πυκνό φύλλωμα που προστατεύει απ' τη βροχή
~ λουμάκι, το = το ευθυτενές, λείο και τρυφερό βλαστάρι ενός φυτού
~ λούμπα, η = η λακκούβα με σκοτεινά ή θολά νερά
~ λουμπούσι, το = ο κωνοειδής καρπός, το στάχυ του καλαμποκιού
~ λουμώνω = κρύβομαι και σιωπώ συστελόμενος
~ λούρα, η = η βέργα, η υγρή ατμόσφαιρα
~ λυγιά, η = η λυγαριά
~ λυγερή, η = κόρη λεπτή, ψηλή, ευκίνητη, κομψή
~ λυκοφάγωμα, το = το δαγκωμένο από λύκο ζώο, μτφ το πολύ σκληρό και ατίθασο
~ λυκοφαμελιά, η = μτφ η μεγάλη οικογένεια που δε χορταίνει ούτε το ψωμί
~ λυκώνω = διαπερνώ
~ λυσσιακό, το = το στοιχείο της λύσσας, η λύσσα
~ λυχνοστάτης ο = σανίδα απ'όπου κρεμούσαν το λυχνάρι
~ λοβός, ο = ο ελαττωματικός, ο καχεκτικός, ο αδύνατος
Λαγίνα
Λαγκεύει
Λαγκουνίζει
Λακάω
Λακές
Λάκος, αργαλειός
Λακριντί
Λάμια (τίτλος ομορφιάς απο τη διάσημη εταίρα)
Λάντζα κουζίνας
Λάντζα πηγαδιού με αντίβαρο και μπουγέλο
Λατανάω
Λαφτακάω
Λαφτάκω πολυλογού
Λεκές
Λέτσος
Λιγουριάζω (ζαλάδα, στομαχικό στρες από ανούσια πολυλογία)
Λιολιόνι
Λοβιτούρα MY
Λότζα καλυβάκι
Λούκι (από το καλαμπόκι)
Λούκι (αγωγός, σωλήνα)
Λουμάκι, λουμακερό
Λουμπρούκι ΓΕ
Λουμώνω, λουμωχτός
Λουντρέκι
Λούτσα
Λυσακά, έφαγε τα λυσακά του
Λωλός. Λολωμένος
*** Μ΄
~ μαγάρα, η = η ακαθαρσία, το σκατό
~ μαγαρισμένος, η, ο = ο ανήθικος, ο αρνησίθρησκος
~ μάγκανα, τα = τα μαλώματα, οι τσακωμοί, οι φιλονικίες
~ μαγκούφης, ο = ο μοναχικός, ο έρημος, ο μόνος στον κόσμο
~ μαγκούρα η =
~ μαδός, η ο = ο μαλακός, η ψίχα του ψωμιού
~ μαέρεμα, το = το μαγέρεμα, το φαγητό
~ μάζεψη, η = η συνάθροιση, η συγκέντρωση
~ μαζούκλα, η = σωρός τροφής, απόθεμα
~ μαηδέ = μηδέ
~ μαθές = βέβαια, φυσικά
~ μακεδονήσι, το = ο μαϊντανός
~ μάκια,τα = χαϊδευτικά τα φιλιά
~ μακρυσκοινίζω = προσθέτω σχοινί ώστε να βοσκάει μακριά το δεμένο ζώο
~ μαλαγάνης, ο = ο διπλωμάτης, ο δικολάβος, κατά μία έννοια ο κόλακας
~ μαλέτσικο, το = το παιδάκι
~ μαλίνα, η = η αρρώστια, το κρυολόγημα
~ μάμα, η = το στομάχι της κότας
~ μανάρι, το = το θρεφτάρι
~ μαναστήρι, το = το μοναστήρι
~ μαναστηριακό ,το = το μοναχικό, το έρημο.
~ μάνι μάνι = τώρα αμέσως
~ μανιάρα, η = το κλαδευτήρι
~ μανουσάκι, το = το κυκλάμινο
~ μάνταλο, το = σύρτης ασφαλείας
~ μαντάτο, το = το νέο, η είδηση
~ μάντζα, η = κομμάτι χώμα
~ μαντζουράνα η = είδος αρωματικού φυτού με θεραπευτικές ιδιότητες
~ μαντρί, το = περιφραγμένος χώρος όπου κλείνουν τα πρόβατα
~ μαραγκούλες. Τα ώριμα σύκα.
~ μαραγκιάζω = μαραίνομαι, ζαρώνω, καίγομαι από τον πάγο
~ μαράζι, το = ο μεγάλος καημός
~ μαραζωμένος, η, ο = ο ζαρωμένος από μεγάλο καημό, ο καχεκτικός ρ. μαραζώνω
~ μαραχουλάω = πιάνοντας κάτι το ρυπαίνω και αχρηστεύεται
~ μαριόλικο, το = το ναζιάρικο
~ μάρκαλος ο = το ξευγάρωμα των αιγοπροβάτων
~ μαρμάγκα, η = φαρμακερή, μεγαλόσωμη μαύρη αράχνη
~ μαρμάρα, η = το στείρο θηλυκό ζώο
~ μασιά, η = εργαλείο που χρησιμοποιείται στο τζάκι για τη φωτιά
~ μασκαντουράω = φτύνω για να μη βασκάνω-ματιάσω-κάτι που θαυμάζω
~ μασκαντούρης ο = ο όμορφος, ο επικίνδυνος να ματιαστεί
~ μασούρι, το = λεπτό κομμάτι από καλάμι όπου τυλίγουν επάνω νήμα ή γνέμα
~ μαστραπάς, ο = πήλινο, γυάλινο ή μεταλλικό δοχείο υγρών
~ μαστάρι, το = το βυζί επί ζώων συνήθως
~ μασώ, μάσω να = να μαζέψω
~ ματαράκι, το = μεγάλο χοντρό μάλλινο στρώμα όπου μέσα φυλάγουν κουβέρτες
~ ματιάζω = ρίχνω τη ματιά μου, το βλέμμα μου, μτφ βασκάνω
~ ματσούκι, το = το ρόπαλο, μτφ ο ξυλοδαρμός
~ ματσουλάω = σιγομασάω
~ μαυρόγειο, το = το χωράφι με μαύρο χώμα
~ μαυροτσούκαλος, ο = ο μαύρος σαν το τσουκάλι
~ μαχαλάς, ο = η γειτονιά
~ μαχιάς, ο = η κορυφή της στέγης
~ μαχμουρλής, ο = κακοδιάθετος, ο κακόκεφος ο μισοάρρωστος
~ μαχτός, ο = φαγητό για γουρούνια από αποφάγια
~ μεϊντάνι, το = το ξάγναντο, η πλατεία, η αγορά
~ μέλα η = είδος παράσιτου που φυτρώνει επάνω στα δέντρα όπως ο κισσός
~ μέλεγος ο = είδος άγριου δέντρου με λείο και εύκαμπτο κορμό
~ μελεούνι, το = αμέτρητο πλήθος
~ μελεύω = διατηρώ ,εξοικονομώ
~ μελιγκώνι, το = είδος μυρμηγκιού των δέντρων
~ μελιγκωνιάρης, ο = αυτός που έχει μελιγκώνια
~ μελίστρα η = χώρος κατάλληλος για τοποθέτηση κυψελών
~ μελιτάτη, η = η ευλογιά
~ μερελός, ο = ο τρελός
~ μερεμετάω = επιδιορθώνω στα γρήγορα, μτφ η σεξουαλική πράξη
~ μεριδοχάρτι, το = χαρτί από όπου ο παπάς διαβάζει και μνημονεύει τις ψυχές
~ μερμελητό, μερμέλημα = ο πόνος από το τσίμπημα σφήκας ή μέλισσας ρ. μερμελάει
~ μεροδούλι, το = το αντίτιμο μίας ημέρας δουλειάς
~ μερτικό, το = το μερίδιο
~ μεσσένια, η = η Μεσσηνία
~ μεσικά, τα = τα εντόσθια
~ μεσόκοπος, η, ο = αυτός που έχει φτάσει στη μέση κυρίως της ηλικίας του
~ μετερίζι, το = το οχύρωμα, η θέση μάχης
~ μέτσιος, ο = ο αφελής, το κορόιδο, ο κουτός
~ μητάρι, το = το νήμα που είναι τοποθετημένο επάνω στον αργαλειό
~ μιλιόρι, το = το χρονιάρικο αρνί
~ μιλιόρα η = η προβατίνα η πρωτόγεννη
~ μινέσκω = μένω
~ μινέτι = παράκληση, ικεσία
~ μισάντρα η = ο ξύλινος ή καλαμένιος τοίχος εσωτερικής διαρρύθμισης
~ μισεύω = ξενιτεύομαι, φεύγω στα ξένα
~ μισιακός, η, ο = κάτι που μοιράζεσαι με κάποιον άλλον
~ μισογόμι= το πρόσθετο φορτίο ανάμεσα στα δυό φορτία στο σαμάρι
~ μισοφόρι, το = εσωτερικό γυναικείο ένδυμα
~ μισοχώρι, το = εσωτερικός τοίχος σπιτιού
~ μοιράδι, το = το μερτικό
~ μολεύω = μολύνω
~ μολογάω -ω = ομολογώ, συμφωνώ, διηγούμαι
~ μονά-ζυγά, τα = έριδες ,γκρίνια
~ μονοτάρικος, η, ο = μονοκόμματος
~ μορόζα, η = η γυναίκα που συζεί με άντρα αστεφάνωτη
~ μόσκος, ο = αρωματικό υγρό, κάθε δυνατή ευωδία
~ μοσχαναθρεμένος,η, ο = ο μεγαλωμένος με όλες τις ανέσεις και όλα τα καλά
~ μοτσιάρα, η = ο τόπος που είναι πάντοτε υγρός, η πρόστυχη γυναίκα
~ μουλί, το = μέρος του στομαχιού των ζώων
~ μούλικο, το = νόθο, εξώγαμο παιδί
~ μουλοχτός, ο = ο μαζεμένος, ζαρωμένος από φόβο η υστεροβουλία
~ μουνουχάω μουλουχάω = ευνουχίζω, κόβω τα αχαμνά
~ μουνούχος, ο = ο ευνούχος, αυτός που του έχουν κόψει τα αχαμνά
~ μούντζα, η =χειρονομία με ανοιχτή την παλάμη ρ.μουτζώνω
~ μουντζαλιά η = κηλίδα από μελάνι
~ μουντζούλι, το = το σπυρί από τσίμπημα ή από μόλυνση
~ μουρτσούλια = το χάραμα, μόλις αρχίσει να φέγγει
~ μουρχούτα, η = πήλινο δοχείο
~ μουσαφίρης, ο = ο φιλοξενούμενος
~ μούσκλια τα = παράσιτα που καλύπτουν τους κορμούς των δέντρων
~ μούσκλια, τα = βρυοειδείς πρασινάδες στα λιμνάζοντα νερά
~ Μούσκουρος η -ο = κατσίκα με γκρίζο τρίχωμα
~ μουσμουλεύω = περπατάω σκυφτός και ψάχνω κάτι
~ μουστερής, ο = ο πελάτης
~ μουστρίζω = λερώνω ιδίως όταν τρώω
~ μουτσουνιάζω = μουτρώνω, σκυθρωπάζω
~ μπαγλαρώνω = δένω πισθάγκωνα κάποιον
~ μπαζίνα, η = είδος ζυμαρικού της ώρας
~ μπαζώνω = κατασκευάζω τον πάτο ξύλινου δοχείου
~ μπαιζοβγαίνω = μπαινοβγαίνω
~ μπαϊλντίζω = βαριεστώ
~ μπάκα, η = η κοιλιά
~ μπακανιάρης, α, ικο = αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά
~ μπακίρια, τα = τα σκεύη της κουζίνας που είναι από χαλκό
~ μπαλιος, ο = ο κατάμαυρος με μια άσπρη βούλα στο κούτελο
~ μπαλκόνι, το = η βεράντα
~ μπαλντούμια, τα = τα λουριά που δένουν το σαμάρι επάνω στον γάιδαρο
~ μπάμπαλα, τα = τα κουρέλια
~ μπαντανία, η = μάλλινο υφαντό κλινοσκέπασμα
~ μπαξές, ο = ο κήπος
~ μπάρα - μπάρα = ακατάσχετη λογοδιάρροια , βαρ - βαρ κατά την αρχαιότητα
~ μπαράκι, το = το νόθο, το εξώγαμο παιδί
~ μπαρέζι, το = μεταξωτό κάλυμμα της κεφαλής
~ μπαρμπαλοδένομαι = κουκουλώνω το κεφάλι μου με διάφορα μαντίλια που τα δένω
~ μπαρμπαλώνομαι = κουκουλώνομαι
~ μπάστακας, ο = μτφ.εκείνος που μένει ενοχλητικά ασάλευτος
~ μπαταλιακός, ια, ο = το ρημαδιακό
~ μπαχαλός ο = ο χαζός
~ μπεκόνι, το = τράγος καλοθρεμμένος
~ μπελάς, ο = η δύσκολη κατάσταση
~ μπελεγρίνια τα = τα αρχίδια
~ μπελερίνα, η = το σάλι
~ μπελεσιά, η = είδος σχιστολιθικού πετρώματος
~ Μπέλιτσος α -ο = το πρόβατο που είναι κάτασπρο στο μουσούδι
~ μπερλίνα η = υδρόβιο φυτό
~ μπερντάχι, το = ο ξυλοδαρμός
~ μπερσίμι το = η στριμμένη κλωστή
~ μπεσίκι. Φορητή κούνια για μωρά. Δύο ξύλα 70 πόντων και ύφασμα.
~ μπιζεύλι, ,το = σιδερένια βέργα που συμπληρώνει τη ζεύλα του ζυγού
~ μπινάς,ο = ο τοίχος
~ μπλεζενιά. Το καρπούζι.
~ μπινιάρης, α, ικο = ο δίδυμος
~ μπιρμπάντης, ο = ο παιχνιδιάρης, ο ζωηρός
~ μπιρμπιλομάτα, η = η γυναίκα με τα παιχνιδιάρικα μάτια
~ μπιστός, η, ο = ο έμπιστος
~ μπιτ = ολότελα
~ μπιχλιμπίδια τα = μικροκατασκευάσματα,κοσμήματα κυρίως για παιδιά
~ μπλάστης ο = κυλινδρικό ξύλο με το οποίο απλώνουν το φύλο από ζυμάρι
~ μπλιό = πλέον
~ μπογάνα, η = η γάστρα, πήλινο ταψί με σκέπασμα που το χώνουν στη χόβολη
~ μπόζα, η = στάση κακιωμένου
~ μπόλια, η = η πετσέτα
~ μπολιάρης, -α, -ικο = αυτός που γυρίζει μέσα στους δρόμους και τις πόρτες
~ μπόλκα, η = η ζακέτα
~ μπομπόλι, το = μεγάλο μαύρο σαλιγκάρι
~ μπονώρα = πολύ πρωί, το λυκαυγές
~ μποξάς, ο = ένδυμα εξωτερικό χωρίς μανίκια
~ μπόρα, η = η ξαφνική βροχή
~ μποστάνι, το = περιβόλι με οπωροκηπευτικά
~ μποτσίκι το = η άγρια κρεμμύδα
~ μπουγεύομαι = παίζω κάπως άγαρμπα με κάτι
~ μπουγιουρντί ,το = έγγραφο επιτιμητικό
~ μπουζουριάζω = κλείνω στη φυλακή, τρώω λαίμαργα
~ μπουκούνι το = μία γερή μπουκιά
~ μπουλαμάς, ο = το φιλοδώρημα
~ μπούλμπερη, η = η μπαρούτη
~ μπουλούκι, το = ασύνταχτο πλήθος ανθρώπων ή ζώων
~ μπουλουμιά η = ο κορμός από ξεραμένο ποώδες φυτό αγκάθι, καλοκαίρα κλπ
~ μπουρλιάζω = περνάω την κλωστή
~ μπουρμπούλι, το = το βραστό κρέας
~ μπουρμπουλίθρα η = φουσκάλα από αέρα επάνω στο νερό
~ μπούρμπουνας ο = σκαθάρι που ζεί από τις ακαθαρσίες των ζώων
~ μπουρμπούτσελο το = το άγουρο κορόμηλο
~ μπουσουλάω = κινούμαι με τα τέσσερα, κυρίως για παιδάκια
~ Μπουχάω - μπουχίζω = καταβρέχω με κάποιο υγρό
~ μπουχός, ο = η σκόνη από χώμα
~ μπόχα, η = η κακοσμία, η βρώμα
~ μπράσκα η = είδος βατράχου που βγαίνει στους δρόμους
~ μπρίκι το = μεταλλικό κανάτι που πίνουν νερό ή κρασί
~ μπρίσκαλο το = το άγουρο σύκο
~ μπρούκλης, ο = ο ξενητεμένος που επιστρέφοντας φέρνει μεγάλη περιουσία
~ μπρασκαφούτα. Μεγάλος βάτραχος, ο φρύνος. Το λένε και για βρισιά.
~ μπόλια, η = το περιτόναιο, χειρομάντηλο κάτι σαν πετσέτα ή σφουγγόπανο
~ μωρ'γιάρανη = μωρή μαύρη, κακομοίρα
~ μωροζώντανος, η, ο = ο μισοζώντανος
~ μωρώνω = παρηγορώ το μωρό
~ μώκος, ο = ο βλάκας, ο άλαλος
Μαγερεματίλας, μαγέρεμα (ζαρζαβατικά)
Μαγκάνι (μαγκανοπήγαδο)
Μάγκλαβι
Μαγκούφι
Μαζιά
Μαλοβράσι, τσακωμός με εγκλήματα
Μάμα, Κάλιο η μάμα μου, πέρι η μάνα μου!!
Μαμουκαλιά
Μαμούκαλος
Μανίκι, το μανίκι
Μανίκι, μεγάλη δυσκολία (αυτό είναι μανίκι)
Μαντράχαλος
Μάπα 1 ΣΣ
Μάπα 2 ΣΣ
Μάρα μου
Μαργώνω
Μαρκάλημα
Μαρμάκιασε
Μαρτίνια
Μάτα, ξανά
Ματζέτι
Ματσούκι
Μαχαλάς
Μαχιάς
Μελεύει (δε μελεύει) ΠΠ
Μενίδες
Μεράκι, μερακλωμένος
Μέργια, μέργιασε
Μερεμέτι
Μεσάντρα
Μιρμιλάει
Μισογόμι
Μολαίμικος
Μονάντερος ΡΧ
Μόρτης, μόρτικο
Μοσκιός
Μόσχος (ευχή για να γίνει καλό το κρασί)
Μουιζντέδες
Μούργος
Μουρσιάζομαι ρουφάω τη μύξα μου
Μουρσίλω
Μουσαφίρης, μουσαφιρλίκια
Μούσγα
Μουσκλωμένος
Μουστερήδες
Μουστρήθηκε. Μουστρούφω
Μουχλέτι
Μπαγλάμι, ροχάλα μτφ στενοχώρια
Μπαζιέκλω
Μπαζουνιά
Μπαίρι
Μπάκα
Μπακακίνα
Μπαλασουράνα
Μπάλλος
Μπαλντούμι
Μπαντανία
Μπάρτσα ΜΚ (Μπάρτσα γίδα μπότσα γάλα)
Μπασαράς (αρρώστια της ντομάτας)
Μπάστακας
Mπεδιαβά, (Μαργάνης Μπάστα)(χωράφια ελεύθερα χωρίς ενοίκιο)
Μπελαβέρι
Μπελενάδα, μπελενά
Μπελερίνα, μπελαρίνα
Μπελεχώνια ΓΚ
Μπερντάκι μπερντάχι
Μπεσίκι
Μπινάς
Μπινιάρικα
Μπιρμπίλης, μπιρμπιλωτός
Μπιτι
Μπιχλιμπίδι
Μπλάνα
Μπλεζενιά (καρπούζι)
Μπρουστούρα, μπλουστούρι ΝΚ
Μπόλια (κατσικιού, αρνιού)
Μπόλια, ρούχο
Μπόμπολα (φύλλα και κλαδάκια ελιάς)
Μπορμπόλια, χαβιόλια ΓΣ
Μπορτσουλάνα
Μπότσα
Μποχλιάβω
Μπουγέλος
Μπουγιουρντί ΒΚ
Μπούζι = κρύο , μπουζί μηχανής
Μπουζντουγάνι
Μουργέλα
Μούργος
Μπούρδα, ανοησία
Μπούρδα, σακί μεγάλου μεγέθους
Μπουρλιάζω (την κλωστή στη βελόνα)
Μπουρμπούτσαλα
Μπουρούζι
Μπουχός, μπουχεύω
Μώκος
*** Ν΄
~ νάκα, η = κούνια δερμάτινη για τη μεταφορά του μωρού
~ νεραϊδοπαρμένος, ο = ο ελαφροϊσκιωτος, αυτόν που πήραν οι νεράϊδες υποτίθεται
~ νεροκαϊλα, η = ανυπόφορη δίψα
~ νετάρω = αποτελειώνω, αποπερατώνω, ξεκαθαρίζω
~ νισάφι πιά = φτάνει πιά
~ νησί, το = παραποτάμιος περιοχή με πυκνή βλάστηση
~ νητερέσιο, το = επαγγελματική σχέση, δοσοληψία
~ νίλα, η = η συμφορά , η καταστροφή
~ νιογάμπρια, τα = το νιόπαντρο ζευγάρι
~ νισάφι, το = το έλεος
~ νογάω = εννοώ
~ νομάτοι οι = άτομα, πρόσωπα
~ νούκος, ο = χαζός, βραδύνους, μτφ ο κακός μαθητής
~ νουρά,η = η ουρά
~ ντάβανος ο = ο σκούρκος, είδος εντόμου
~ νταβαντούρι, το = η φασαρία , ο θόρυβος
~ νταβάς, ο = μικρό πήλινο ή χάλκινο ταψί
~ νταγιαντώ = αντέχω, ανέχομαι, υπομένω
~ ντάκος, ο = το υποστήριγμα
~ ντάλα, η = το κορύφωμα,
~ νταλαμεσήμερο, το = το καταμεσήμερο, όταν ο ήλιος μεσουρανεί
~ νταλιάνικα. Σημαίνει δυνατά .προέρχεται από την λέξη νταλιάνης αλβανική; που θα πει ανδρείος
~ νταλκάς, ο = η καψούρα, η ψυχική φουρτούνα, η αναστάτωση
~ ντάμι, το = σπίτι χωρίς μεσοτοιχία
~ νταμαχιάρης, ο = ο δουλευταράς
~ νταμιζάνα, η = μεγάλο γυάλινο μπουκάλι με περίβλημα από ψαθί πλεγμένο
~ νταμπουράς, ο = μικρό έγχορδο μουσικό όργανο
~ ντάνα, η = σειρά κανονική από όμοια πράγματα
~ νταραβέρι, το = επαγγελματική σχέση
~ ντεγνέκι το = το ξύλο, ο ξυλοδαρμός
~ ντελμάνι, το = η είδηση, το νέο, το μαντάτο
~ ντερβίσης, ο = ο θαρραλέος, ο λεβέντης
~ ντερέκι, το = ο πολύ ψηλός
~ ντέρτι, το = ο μεγάλος καημός, κατά μία έννοια το μεγάλο παράπονο
~ ντζερεφός, -η, -ο = ο αδύνατος
~ ντορβάς, ο = ταγάρι με το οποίο ταϊζουν τα ζώα καρπό
~ ντορής, ο = το κοκκινοτρίχικο άλογο
~ ντορός, ο = ίχνος, πατημασιά, οσμή
~ ντουβάρι, το = ο τοίχος
~ ντουράκος, μικρό χτιστό κάθισμα
~ ντουβλούκι το = ο αγράμματος, ο άξεστος
~ ντουνιάς, ο = όλος ο κόσμος
~ ντουσέκι, το = το στρώμα
~ νυφίτσα, η = η βερβερίτσα
Νάζι, ναζιάρα
Νάκα
Νιάκαρο
Νιτερέσιο
Νιφάδες (Ζευς νίφει)
Νογάω σκέπτομαι ΒΚ
Ντάβανος, νταβώνας
Ντάλα μεσημέρι, ντάλα καλοκαίρι
Νταμιλάς, ταμπλάς (damla σταγώνα)
Νταρντάνα
Ντεβεκέλης
Ντερέκι
Ντερλίκώνω, ομαι
Ντερμπεντέρης
Ντεχενές, του Ντεχενέ το ρέμμα
Νόμπαρυχόμ
Νόμου (δός μου)
Ντουβαλίδι ΓΣ
Ντουμούζω αγελάδα DP
Ντουγρού
Νταβλαράς
Ντάκος, τάκος
Νταμαχιάρης
Ντζιώρας
Ντορβάς
Ντρίλια
*** Ξ΄
~ ξάγι,το = τα αλεστικά του μυλωνά σε είδος
~ ξάγναντο, το = το ξέφωτο
~ ξαγουσεύω = ξεκουράζομαι
~ ξαιθαλίζω = ανασκαλίζω τη φωτιά να φύγει η στάχτη
~ ξεβραχιολίζουμαι = σηκώνω ψηλά τα μανίκια μου
~ ξεγερεύω = αναλαμβάνω στην υγεία μου μετά από κάποια αρρώστια
~ ξεγιαλίζω = αλλάζω τρίχωμα μτφ γερεύω, παχαίνω
~ ξεγκοφιάζουμαι = εξαρθρώνω το γοφό μου
~ ξεδραγκώνω = ξεπιάνουμαι
~ ξέδομα το = το ξεσκότισμα του νου
~ ξεζαλώνω = ξεφορτώνω κάποιον
~ ξεθερμίζω = ξεπλένω με ζεστό νερό
~ ξεκλωνισμένα,τα = αυτά που έσπασαν ή κόπηκαν τα κλαδιά τους
~ ξεκουμπίζουμαι = φεύγω κακήν κακώς
~ ξεκωλωμένη,η = βαριά βρισιά, λέγεται όμως με αφέλεια
~ ξεκωλώνω = ξεριζώνω
~ ξελακκώνω = βγάζω το χώμα γύρω από τη ρίζα δέντρου
~ ξέλαση, η = η ελεύθερη χωρίς πληρωμή εργασία
~ ξελάστρα,η = το ξέφραγο το ελεύθερο χωράφι
~ ξελημεριάζω = περνάω όλη τη μέρα μου
~ ξελόντζα,η = υπόστεγο από κλαδιά που στεγάζουν πρόβατα
~ ξεμπροστοάζω = αποκαλύπτω κάποιον σε αντιπαράθεση με κάποιον άλλον
~ ξένα,τα = η ξενιτιά
~ ξενηστηκωμάρα,η = η πείνα
~ ξεντρουλιαίνω = τρελαίνω με το θόρυβο κάποιον
~ ξεπεζεύω = ξεκαβαλικεύω
~ ξεπεταρούδι,το = το πουλί που μόλις πέταξε από τη φωλιά του
~ ξερογιάζει = του φεύγουν οι ρόγες
~ ξεροσταλίζω = στέκομαι περιμένοντας κάποιον με αγωνία
~ ξερός,η ,ο = πεθαμένος
~ ξεροτοιχιά,η = τοίχος με πέτρες χωρίς λάσπη
~ ξεροφάϊ,το = ξηρά τροφή
~ ξέσκουρα = επιπόλαια
~ ξεσυνέρια,η = η άμιλλα, ο ανταγωνισμός
~ ξέφερση, η = δυστυχία, περάτωση
~ ξεχλιένω = ανακουφίζομαι, ξεσκοτίζομαι
~ ξέχυσμα, το = το εξάνθημα που βγαίνει στα χείλη μετά από πυρετό
~ ξόβεργα, η = παγίδας για πουλιά
~ ξόμπλι το = η συκοφαντία, το κουτσομπολιό
~ ξομπλιάζω = κουτσομπολεύω , συκοφαντώ
~ ξυαρίζω = καθαρίζω κάτι ξύνοντας
~ ξυλοκαρπιά, η = ευφορία, καλή σοδειά από δέντρα
~ ξυστρί το = εργαλείο με το οποίο έβγαζαν την τρίχα των αλόγων
~ ξέρα ,η = η ανομβρία αναβροχιά
Ξάντισε
Ξείγγλωτος
Ξελάγγουρο, μικρό άγουρο όψιμο πεπονάκι
Ξεπαντούρισμα
Ξεπίτησα (από την πείνα)
Ξεπλεχούτα
Ξεσπινίζω ΜΜ ΓΣ
Ξετζανισμένος
Ξεφλουμπαίρνω ΣΣ
Ξεχαρβάλωμα
Ξεχλιαίνω ΠΠ
Ξιαρίζω ΓΣ
Ξυλοκατσούλα ΒΚ
Ξωλόντζα αγροτική λόντζα
*** Ο ΄
~ όγοιος = όποιος
~ οκνίτσα η = η τρύπα απ' όπου ρίχνουν το κρασί μέσα στο βαγένι
~ ολοντρόϋρα = γύρω - γύρω
~ ολούθε = παντού
~ οργιά,η = μονάδα μετρήσεως μηκών
~ ορίζω = διατάζω
~ οσχωρέσ'τους = θεέ συχώρεσε τους
~ οχιάλλο = επιφ. λύπης,πόνου για αποτροπή άλλου κακού
~ όχτος,ο = χωμάτινο φυσικό αντέρεισμα
~ οχτρός,ο = ο εχθρός
~ Ογλήγορα, = γρήγορα
~ Ότσιος
~ Οχιάλλο
*** Π ΄
~ παγάδιασε = πέρασε, ελαττώθηκε (ο πονος)
~ παγανά, τα = καλικάντζαροι, δαιμονικά, τα ποντίκια
~ παγανιά, η = καταδιωκτικό απόσπασμα που σκόρπιο ανιχνεύει
~ παιδοκομάω = γεννάω παιδί, φροντίζω, περιποιούμαι παιδί
~ πάκια, τα = τα νεφρά
~ παλαμίζω = ορκίζομαι, βάζω το χέρι στο ευαγγέλιο
~ παλατάρι το = μακρύ και χονδρό ξύλο για στήριγμα
~ παλούκι το = ο πάσσαλος
~ παμπώνω = εξαπατώ, ξεγελώ
~ παναίριος, α,ο = εκλεκτός, εξαιρετικός, ωραίος
~ πανηγιάρι, το = η σφραγίδα που βάζουν στα πρόσφορα
~ παντέρμος, η,ο = ο έρημος, ο μόνος
~ πανώρια, η = η πολύ ωραία
~ πάπαλο το = ο αγαθός μέχρι ανοησίας
~ παπαρούντα, η = η παπαρούνα
~ παπορίσιος, α,ο = μτφ. αυτός που πωλείται σε πολύ μεγάλη τιμή
~ παράγαλος ο = αρρώστια αιγοπροβάτων
~ παραγώνι, το = ο χώρος γύρω από τη φωτογωνιά
~ παράδες, οι = τα χρήματα
~ παραθάρρια = η αλόγιστη εμπιστοσύνη
~ παρακά = λίγο πιο κάτω
~ παραλογάω = παραληρώ
~ παραλοϊζω = χάνω το νου μου
~ παραμουτσεύομαι= δοκιμάζω κάποιο φαγητό χωρίς όρεξη
~ παραπόρτι το = βοηθητική μικρή πορτούλα συνήθως μυστική
~ παραπούλια,το = τα παραβλάσταρα στα λάχανα
~ παρασάνταλος,η,ο = αυτός που δεν έχει τάξη και συνέπεια στο φέρσιμό του
~ πάργιωρα = παράωρα, πρίν τα μεσάνυχτα
~ παργιωρίτες,οι = μπαμπούλες που τρόμαζαν τα παιδιά
~ παρδαλή,η = ποικιλόχρωμη, η γυναίκα ελαφρών ηθών
~ παρλιακός,η,ο = ο ακαταλόγιστος, ο ανισόρροπος
~ πάρτη,η = το μερίδιο
~ παράσημος,η,ο = ο σακάτης, ο άνθρωπος με ειδικές ανάγκες
~ πασπάλα,η = η λεπτή σκόνη που επικάθεται
~ πάστα η = ο ντοματοπολτός
~ παστρικός,ια,ο = ο καθαρός, η γυναίκα ελαφρών ηθών
~ παταλιά = μεταφορά ανθρώπου από τέσσερις άλλους
~ παταλιακός,ια,ο = άχαρος, παράλυτος
~ πάτερα τα = ξύλινα δοκάρια που τα χρησιμοποιούν για να πατούν
~ πατικώνω = συμπιέζω
~ πατιρντί,το = φασαρία, θόρυβος, αναστάτωση
~ πατουλιά,η = συστάδα από θάμνους
~ πάφτωχος,η,ο = ο πολύ φτωχός
~ πάχνη,η = η πρωινή δροσιά
~ παχνί,το = ξύλινο κουτί μέσα στο οποίο τρώνε τα ζώα
~ παχνιάζω = βάζω φαγητό κυρίως σανό στα ζώα
~ παϊρι, το = δύναμη, βία, τσαμπουκάς
~ πεδούκλι,το = σχοινί με το οποίο δένουν τα πόδια ζώου για να μη φεύγει
~ πεζούλα,η = μανδρότοιχος, ξερολιθιά
~ πελεκούδα η = κομμάτι ξύλου που πετάγεται από το πελέκημα
~ πεντάρφανος,η,ο = αυτός που δεν έχει κανένα στον κόσμο
~ περγιορίζω = περιορίζω, συμμαζεύω
~ περίδρομος ο = το χείλος του πιάτου, μτφ πολυφαγία
~ περικοπό,το = σύντομο και ευθύ μονοπάτι
~ περικοπά = από σύντομη και ευθεία διαδρομή
~ περονιάζει = διαπερνά
~ περόνι,το = το καρφί
~ πεσιάδες οι = τα πεσμένα κάτω απ' το δέντρο φρούτα
~ πεσκέσι,το = δώρα με φαγώσιμα κυρίως
~ πεσκίρι,το = πετσέτα φαγητού
~ πηλάλα,η = η τρεχάλα
~ πηλάλι = τρέχοντας
~ πίκρα,η = λύπη, οδύνη, θάνατος
~ πικραλίθρα η = είδος αγριόχορτου
~ πικρομηλιαρίθρα η = είδος αγρόχορτου
~ πίνος,ο = η βρωμιά των μαλλιών των προβάτων
~ πινόμι,το = το παρατσούκλι
~ πιτάκι,το = τα σκουλήκια που πιάνει το τυρί
~ πλαενά = πέρα πέρα, τριγύρω δω, παραπέρα
~ πλακολίθρα,η = μεγάλη πέτρινη πλάκα
~ πλάκος ο = η πέτρα, το λιθάρι, η πλάκα
~ πλανεύω = ξεγελάω
~ πλαντάζω = ταράζομαι από θυμό
~ πλαστήρι,το = ξύλινη τάβλα που πάνω της πλάθουν το ψωμί
~ πλατσιουράω = τσαλαβουτάω στα νερά
~ πλεύρος ο = ένα σακί γεμάτο
~ πλιάτσικο,το = η λεηλασία μετά τη μάχη, γενικώς η κλεψιά
~ πλιατσικολόγος,ο = ο λεηλάτης, ο κλέφτης
~ πλουμί,το = το στολίδι, σχέδιο κεντητό ή ζωγραφιστό
~ πλοχεριά,η = το κοίλωμα του χεριού, η χούφτα
~ πλίθρα,η = πλίνθος, χωμάτινος κύβος που χρησιμεύει για χτίσιμο
~ ποδάγρα,η = αρρώστια που "πιάνονται"τα κάτω άκρα
~ ποδεμή,η = τα υποδήματα, τα παπούτσια
~ ποδόλυσσα η = αρρώστια των σκύλων
~ ποδοστάτησε = στάθηκε στα πόδια του το νεογέννητο
~ ποδοστατώ = στέκομαι στα πόδια μου μετά από αρρώστια
~ πολήμι,το = δεξαμενή μπροστά από το ληνό για τη συλλογή του μούστου
~ πολυκόμπι το = είδος αγριοχόρταρου
~ πολυρίζι το = είδος αγριόχορτου
~ πολυτρίχι το = είδος αγριοχόρταρου
~ πολυφάδι,το = μικρό, μισοτελειωμένο κομμάτι σαπούνι
~ πολυώρα = προηγουμένως, πριν από αρκετή ώρα
~ πονοιάζουμαι = περνάει απ' το μυαλό μου κάποια υπόνοια
~ ποργιά,η = το πέρασμα
~ πορδάλα,η = είδος μυρμηγκιών που ζούν κυρίως στα δέντρα
~ πόστο,το = καίρια θέση
~ πουγκί,το = σακούλα για λεφτά, η περιουσία γενικά
~ πουρναροβέλια τα = βελανίδια από πουρνάρι
~ πουρνό,το = το πρωί
~ προβέντζα,η = τα πρωινά σύννεφα στην ανατολή
~ πρεμούρα,η = η βιασύνη να τελειώσει κάποια δουλειά γρήγορα
~ πριάλλη,η = η μεθεπόμενη ημέρα
~ πριόβολος,ο = μηχανισμός με τον οποίο ανάβουν φωτιά
~ προβυζαίνω = υποβοηθώ τα μικρά αρνοκάτσικα να βυζάξουν
~ πρόγκα,η = εξάρτημα του αλετριού
~ πρόγκος,ο = αιφνιδιασμός με τροπή σε φυγή
~ προσανάβω = τη φωτιά χρησιμοποιώντας κάτι εύφλεκτο
~ προσμπούκι,το = λίγες μπουκιές πριν το κυρίως φαγητό
~ προσφάϊ,το = τρώγεται μαζί με το ψωμί
~ πρωτολούδι το = ο πρώτος ωριμασμένος καρπός
~ πυράφι,το = ξύλινη σφήνα που κλείνουν την τρύπα στο βαένι
~ πυρομάχος,ο = το πίσω μέρος της εστίας στο τζάκι
~ πυροστιά,η = τρίποδας που μπαίνει πάνω στην εστία
Παίδα, σανίδα ΑΚ
Παλιοβορός
Πασούμια
Παστρέψου
Παταγούδι, πεταγούδι
Παταλιά
Πατικώνω MY
Παχνί, παχνιάζω
Πεζούλι
Πετσιόνα
Πηλάλα
Πισωκάπλα (στο γάιδαρο)
Περδουκλώνω
Περίδρομος
Περόνιασε
Πέτσωσα, την πέτσωσα ΠΠ
Πισκίρι
Πιγκωμένος
Πλακοπαίδα (από φραγκοσκιά)
Πλιά, και πιλιά
Πλύμα
Ποδεμένος
Πόπη (έγινε της Π....)
Πότζι (μέσα φωτιά και πότζι) ΠΠ
Πούμωμα ΓΣ
Πούντιασμα, πούντα
Πούντος, που είναι αυτός
Πούργι
Πουρπουράει
Πόσχια, πέσανε τα πόσχια κοντεύει να νυχτώσει VM
Πούσια
Πραγαλιά
Πρίσκαλα
Πρόβνες
Πυρομάχος, ΚΑρ
Πυρπυρήσαμε
*** Ρ΄
~ ραμόλι,το = ο γεροξούρας, ο γεροξεκούτης
~ ράσινο = μάλλινο
~ ρεκαλίζω = κλαίω δυνατά με κοπετούς
~ ρεκοντιά η = ποώδες αγριόχορτο
~ ρεντζουλάω = αφήνω να τρέχουν απρόσεχτα σταλαγματιές
~ ρέχτι,το = εκεί που τρέχουν τα νερά από τα κεραμίδια
~ ριζάφτι το = η ρίζα του αφτιού
~ ριζικό,το = το πεπρωμένο
~ ροβολάω = κατηφορίζω
~ ρόγα,η = ο μισθός
~ ροδάνι,το = το εργαλείο που καλαμίζει το νήμα στην ανέμη
~ ροϊδίκι,το = το ραδίκι
~ ροκώνω = βουλώνω τις τρύπες του βαρελιού για να μη τρέχει
~ ροσόλι,το = άνοστο ρόφημα
~ ρούγα,η = η γειτονιά, ο πλατύς δρόμος
~ ρούντζα = κατήφεια, μούτρωμα
~ ρουπάκι,το = ο τρυφερός βλαστός της βελανιδιάς
~ ρουπώνω = τρώγω μάλλον λαίμαργα
~ ρούσος,ο = ο ξανθός
~ ρέγουλα,η = με το μέτρο, μέτρια
Ρεμπέτ ασκέρι
Ρεντίκουλο
Ρέταλα
Ρέτσελο
Ρετζουλάει, ρετζούλισμα
Ρέφουλας
Ριζέλα
Ροβόληκε
Ρογκάβλω
Ρογκάτσικο
Ρογκίζω
Ρούγα...
Ρουκουλάω
Ρούπωσα, μισορούπωσα ΠΠ
*** Σ΄
~ σάβανο,το = το ύφασμα που τυλίγουν το νεκρό
~ σαϊκώνω = δένω γερά , εξασφαλίζω
~ σάϊσμα,το = υφαντό από τραγόμαλλο πάνω στο οποίο κοιμόντουσαν
~ σακκοτρούπι το = είδος αγριόχορτου του οποίου το στάχυ σκαλώνει στα σακιά
~ σαλαγάω = οδηγάω τα ζώα με φωνές
~ σαλβάρι,το = πλατιά βράκα, είδος πανταλονιού
~ σαλντικώνω = ξαποστέλλω
~ σάματις = σάμπως, μήπως
~ σάρα,η = τα σαρίδια, οι άχρηστοι άνθρωποι
~ σαρίδι το = το σκουπίδι
~ σάρωμα το = η σκούπα
~ σβάρνα,η = γεωργικό εργαλείο με το οποίο στρώνουν το οργωμένο χωράφι
~ σβουνιά,η = ξερή κοπριά ζώου, κυρίως βοδιού
~ σγαντζοπούρνια τα = θάμνοι από πουρνάρια
~ σγάρτσα,η = η βρώμα που καλύπτει κυρίως τους αστράγαλους
~ σγουρτζέλια. Υδρόβια φυτά με άρωμα σαν κάρδαμο με λίγο καυστική γεύση.
~ σγουριά,η = η σκουριά, η βρώμα , τα οξείδια των μετάλλων
~ σγούμπα,η = η καμπούρα
~ σεβντάς,ο = το ερωτικό πάθος
~ σειριά,η = η ράτσα, η γενιά, το σόι
~ σείσμα,το = κομψό κίνημα κατά το βάδισμα
~ σεκλέτι,το = η στενοχώρια
~ σέλα,η = το σαμάρι, η σαγή
~ σελέμης ο = ο λαίμαργος, ο φαταούλας
~ σέμπρος,ο = ο συνέταιρος κυρίως για τις γεωργικές εργασίες
~ σεντούκι,το = μπαούλο όπου φυλάσσονται πολύτιμα κοσμήματα ή χρήματα
~ σέπωμαι = σαπίζω
~ σεργιάνι,το = ο περίπατος, το χάζεμα της κίνησης του δρόμου
~ σεργούνι,το = το ρεζίλεμα, ο εξευτελισμός
~ σιαδώ , σιαδώθε = προς τα δω
~ σιαδώ,σιακεί = από εδώ, από εκεί
~ σιακάτ' , σιακάτου = προς τα κάτω
~ σιακεί = προς τα εκεί
~ σιάξε , σιάξου,έσιαξα = ταχτοποίησε, φτιάξε
~ σιαπάν' = προς τα επάνω
~ σιαπέρα = προς τα πέρα
~ σικαλιά,η = η καλαμιά από τη σίκαλη
~ σιμπάω = αναθάλω τη φωτιά
~ σιμπούκι το = το καλό και πολύ φαγητό για τα ζώα
~ σιούντελο το = ο αφελής, ο χαζός
~ σιουράω = σφυρίζω
~ σιτζίμι,το = λεπτό σφυχτόκλωνο και γερό σχοινί
~ σιφλογιάρης,α,ικο = ο βλογιοκομμένος
~ σκαλούνι,το = το σκαλοπάτι
~ σκαμπίλι,το = η σφαλιάρα, το χτύπημα με την παλάμη στο μάγουλο
~ σκαπετάω = περπατώντας χάνουμαι στον ορίζοντα
~ σκαρούδι,το = το ξεπεταρούδι, το πουλί που μόλις πέταξε από τη φωλιά του
~ σκαρφίζουμαι = επινοώ, μηχανεύουμαι
~ σκασίλα,η = σκάσιμο, βαθιά χαρακιά, η στενοχώρια σαρκαστικά
~ σκαφίδι,το = η σκάφη που ζυμώνουν το ψωμί
~ σκερβελές,ο = ο αχαϊρευτος, ο ανεπρόκοπος άνθρωπος
~ σκιαζάρι το = το σκιάχτρο
~ σκιάζουμαι = τρομάζω, φοβούμαι
~ σκλέπα,η = η επιδημία
~ σκλήθρα,η = λεπτότατη πελεκούδα ξύλου
~ σκολιάμπρια,τα = είδος χορταρικού με αγκάθια
~ σκόντος,ο = η έκπτωση στην τιμή
~ σκορδοκαϊλα (μου = ένδειξη μη ενδιαφέροντος για κάτι συγκεκριμένο
~ σκοτούρα,η = σκοτοδίνη, ζάλη μτφ πρόβλημα
~ σκουληκαντέρα,η = σκουλήκι της γης που μοιάζει με άντερο
~ σκουντουφλάω = σκοντάφτω
~ σκουράντζος,ο = η παστή ρέγκα
~ σκουρούχι το = άγριο φρούτο, κιτρινοκόκκινο όταν ωριμάσει, στυφό στη γεύση
~ σκουρουχιά η = άγριο οπωροφόρο δέντρο που φυτρώνει ελεύθερα στα δάση
~ σκουτί,το = το ένδυμα
~ σκρούμπος ο = ένας σβώλος από καμένο μαλλί
~ σκυλοκατούρι το = είδος βοτάνου με θεραπευτικές ιδιότητες
~ σμερδάκι,το = αερικό, φάντασμα που φόβιζαν τα παιδιά
~ σμερδός ο = ο μισός-μισός, ο νόθος, ο μπάσταρδος
~ σμερδάκια. Κακοποιά πνεύματα που τις νύχτες επιτίθενται σε ανθρώπους και ζώα. Θεωρούσαν ότι ήταν τα πνεύματα μικρών παιδιών προερχομένων εκ κλεψιγαμίας και τα είχαν πνίξει οι μάνες τους και τα έθαψαν κρυφά. Τον νόθο μερικές φορές τον έλεγαν και σμερδό.( να ερευνήσεις περισσότερο γι αυτά όπου μπορείς. Ενδιαφέρον.)
~ σοϊλίτικος,ο = αυτός που προέρχεται από σόι καλό, από καλή ράτσα
~ σοκάκι,το = στενός δρόμος συνοικίας
~ σούγελος,ο = το υδραγωγείο
~ σουλούπι,το = η εμφάνιση
~ σουρεκλεμέ,η = η διασυρμένη, ξεφτιλισμένη γυναίκα
~ σούρμα το = στενό πέρασμα, στενό μονοπατάκι
~ σουρτάρα η = ίχνος από σούρσιμο στο έδαφος
~ σούρτι,το = το χαλινάρι
~ σούσουρο,το = ο διασυρμός με την κακογλωσσιά, η κακολογία
~ σουχλί,το = το σουβλί
~ σπάρτο το = είδος αυτοφυούς θάμνου απ' όπου βγάζουν νήμα για ύφανση
~ σπερωμένος,η,ο = ο νυχτωμένος
~ σπερώνω = νυχτώνω
~ σπιρτοκούμπουρο,το = μτφ το έξυπνο παιδί
~ σπολάτι = κατόπιν εορτής
~ σποράκλα,η = η ευκοίλια στα ζώα
~ σπορίζω = ρίχνω σπόρους αραιά, μτφ σκορπίζω
~ σταλάκια,τα = η άκρη της στέγης απ' όπου τρέχουν τα νερά της βροχής
~ σταλίζω = ξεκουράζουμαι το μεσημέρι σε σκιά, οδηγώ τα πρόβατα σε σκιά
~ σταριά η = το χωράφι απ' όπου μόλις θερίστηκε σιτάρι
~ στερνό,το = το τελευταίο
~ στερφοπάτησε = δε συνέλαβε μετά το μάρκαλο, έμεινε στέρφη
~ στέρφος,η,ο = στείρος, άτεκνος
~ στυγερό,το = γερό ξύλο στη μέση του αλωνιού όπου γύρναγε το άλογο
~ στούμπος,ο = στρογγυλή πέτρα που κοπανάνε το αλάτι, ο κακός μαθητής
~ στουρνάρι,το = είδος πέτρας κόκκινου χρώματος
~ στραβέγκλω, η = η μισόστραβη
~ στραβόξυλο,το = ο αναποδιάρης άνθρωπος
~ στραπατσάρω = προξενώ βλάβη, φθορά
~ στράτα,η = μικρό και στενό δρομάκι
~ στράφι = άδικα, ανώφελα, στα χαμένα
~ στρέγω = επιτυγχάνω
~ στριγγλιάρης,α,ικο = ο καχεκτικός, ο αδύνατος, ο αρρωστιάρης
~ στριγγλιάτα,η = παράγωγο από την επεξεργασία του γάλακτος
~ στρίγγλος,α, = ο κακός και δύστροπος άνθρωπος
~ στριμούρα,η = πιεστική ανάγκη
~ στρούτζα = μούτζα
~ στρούσα,η = δεμάτι από κλαδιά ή χόρτα που χρησιμεύει για σκιά
~ στύβω = στερεύω, βγάζω το ζουμί από κάτι πιέζοντας δυνατά
~ στειλιάρι,το = ξύλινη ράβδος που χρησιμεύει σαν λαβή για εργαλεία
~ συγκέσιο,το = συνοικέσιο
~ συναυλακάρης,ο = συνορευόμενος
~ συντυχιά,η = η σύμπτωση, το κουβεντολόι
~ συχαρίκια,τα = το φιλοδώρημα που δίνεται σ'αυτόν που φέρνει καλή είδηση
~ σφαλάχτι,το = είδος ακανθώδους θάμνου
~ σφάρδακλας ,ο = ο βάτραχος
~ σφαχτό το = το προς σφαγή ζώο
~ σφελίδα,η = η φέτα το τυρί
~ σφερδούκλι,το = το φυτό καλοκαίρα
~ σχίζα η = κορμός δέντρου σχισμένος με τσεκούρι, για καυσόξυλο
~ σχοινιάζω = δένω πισθάγκωνα με σχοινί
~ σώγαμπρος,ο = ο γαμπρός που συγκατοικεί με τα πεθερικά του
~ σώνω = τελειώνω κάτι, σταματώ
~ σωρώνω = τοποθετώ σε σωρό
~ σάϊκος,η,ο = ο στέρεος, ο σίγουρος
~ Σαμαρτζής = κατασκευάζει σαμάρια για τα ζώα και τα πεταλώνει
~ Σαμπάζικα =
~ Σαρμάκο = υπακούει πλήρως δεν αντιμιλάει
~ Σαρωματίνα = σκούπα από κατσαφάνες(αφάνες) ή από λινάρι
~ Σβώλος = χωμάτινη πέτρα από κοκκινόχωμα κυρίως
~ Σγαντζούφω = η κακομοίρα , η μαζεμένη , η σγούμπο (καμπούρα)
~ Σελεβέρδο =
~ Σερβία Αρφαρών =τοποθεσία-γειτονιά
~ Σιγγούνα = τσιγκούνα
~ Σιφωνικό = αερικό
~ Σιχτίρι =
~ Σκαμαγκίδα, χιονόνερο
~ Σκαμνί = μικρό καρεκλάκι
~ Σκαπετάω
Σκαντζουλήθρες
Σκαρίζω
Σκερβελές
Σκιαδούλια φυτό θεραπείας εγκαυμάτων
Σκλημουριέμαι (ψευτοκλαίω)
Σκόμαρα Αρφαρών
Σκοντάφτω
Σκορδοκαίλα μας
Σκοταρίκλα
Σκούζω
Σκουράντζος
Σκούρκος
Σκουτί
Σκρούμπος (καρβουνιασμένος)
Σκρόφα
Σοκάκι
Σούγελο, υδρορροή
Σούδα
Σουλάνα
Σουλάτσο, σουλατσαδόρος
Σουραύλω, γριασουραύλω ΠΠ
Σουρβαλάω, Σουρβάλα
Σουρδουμούρδω
Σούρμα
Σούτα, γίδα χωρίς κέρατα
Σοφράς
Σπαρδάκλι YS
Σπέτσα (κόκκινη πιπεριά)
Σπινούρι, σπουργίτι
Σπολλάτι σου
Στανιάρω
Στανιό, με το στανιό
Στημόνι ΠΠ
Στιλβωτής
Στουμπάω
Στούμπος
Στουπέτσι
Στουποβούλωμα ΠΠ
Στουρνάρι
Στοχιά (μπα στοχιά σου)
Στριγγλοπούλι (προαναγγέλλει θάνατο)
Στρουγγολίθια ΠΠ
Στροφιαστείτε ΜΜ
Συγκάρτσελοι ΓΚ
Συγγενικό (βαρειά αρρώστια) ταραντέλα? AP
Σύγκρια
Συδιπλώθηκα
Συμπάω, (τα ξύλα στη φωτιά)
Συμπούπουλοι (όλοι μαζί)
Συμπράγκαλα
Συντηκώνω
Συφλογιάρικο
Σύχλος, συχλός, μπουγέλος-τέντζερης DB
Σύχναρο φουστάνι ΠΠ
Σφαλάχτρι
Σφαλάγκι
Σφαρδάκλι Σπαρδάκλι σφάρδακλας YS
Σωκιάζω
*** Τ΄
~ τάβλα,η = τραπέζι συμποσίου
~ ταή,η = το φαγητό
~ τάλε κουάλε = πανόμοιος
~ ταμαχιάρης,ο = ο πλεονέχτης, ο δουλευταράς
~ ταμητέλλα,η = η δαντέλα
~ ταμπλάς,ο = αποπληξία, η ημιπληγία
~ ταμπουράς,ο = μικρό έγχορδο όργανο
~ ταρακουνάω = ταράζω δυνατά, συγκλονίζω
~ ταρναριστά = λικνιστά, ταλαντευτά
~ τάτα,η = η γιαγιά
~ τάχα = μήπως
~ ταχιά = αύριο
~ τεζάχι, το = το ράφι
~ τεκνοφέσι το = αρρώστια των γαϊδάρων, αλόγων κλπ. μορφή άσθματος
~ τεμπιχιάζω = προειδοποιώ
~ τέμπλα,η = το μακρύ ραβδί για ράβδισμα
~ τεντελάω = τρέμω από αδυναμία
~ τέντζερης,ο = κατσαρόλα μαγειρέματος
~ τέσα,η = χάλκινος κουβάς
~ τετεντζιά η = μικρό και όμορφο ωδικό πουλί
~ τετραπέραντος,ο = ο πανέξυπνος, ο τετράκις έξυπνος
~ τζαμιλίκι, το = το τζάμι
~ τζερεμές,ο = ο δύστροπος, η άδικη ποινή
~ τζιαγουνάω = γκρινιάζω από πείνα ή αδιαθεσία
~ τζιουτζιούλι, το = το φρεσκολουσμένο παιδάκι
~ τζουμάκια. Πουλιά στο μέγεθος της τσίχλας. Κάπου διάβαζα ότι ανήκουν στα γερακοειδή, αλλά δεν θυμάμαι το πραγματικό τους όνομα.
~ τηλώνωμαι = χορταίνω
~ τίγαρις = μήπως
~ τριφτάδια. Χειροποίητο ζυμαρικό που έμοιαζε λίγο με το κριθαράκι.
~ τρουμπούκι. Βέργα από ξύλο η καλάμι πάνω στο οποίο τύλιγαν το κουρέλι για τις κουρελούδες η και λινάρι για λιόπανα.
~ τομάρι,το = δέρμα ζώου, ο κακός και αναποδιάρης άνθρωπος
~ τόπια,τα = τα κανόνια
~ τουλούμι,το = το ασκί
~ τουμπάκι,το = ο μικρός λόφος
~ τουράκι,το = το πεζούλι
~ τουραγνία, η = η τυραννία
~ τούραγνα,τα = αγαθά αποκτημένα από κοπιαστική δουλειά
~ τούρλα,η = μυτερή κορυφή λόφου ή βουνού
~ τόφαλος,ο = ογκώδης κακοφτιαγμένος χονδρός
~ τρα κει = κοίτα εκεί
~ τραβολογάω = σέρνω κάποιον παρά τη θέλησή του
~ τρακάδα,η = μία στοίβα τακτικά τοποθετημένα ομοειδή πράγματα
~ τραμπουζάνα, η = μεγάλο γυάλινο μπουκάλι με επένδυση πλεχτή από ψαθί ή σχοινί
~ τρανός,η,ο = ο μεγάλος
~ τρατάρω = κερνάω
~ τράτο,το = το περιθώριο
~ τραχανοχάφτης,ο = αυτός που τρώει λαίμαργα ότι βρει μπροστά του
~ τρεμοκουκουρίζω = τρέμω πολύ από το κρύο, έτσι που ακούγεται θόρυβος
~ τρικέρης,ο = ο σατανάς
~ τρίμματα,τα = ψίχουλα, μικρά μικρά κομματάκια
~ τρισκατάρατος,ο = ο καταραμένος, ο διάβολος
~ τριφτάδες,οι = είδος ζυμαρικού που παρασκευάζεται αυτοστιγμεί
~ τριχιά,η = σχοινί τρίχινο
~ τριψάνα,η = τριμμένο ψωμί
~ τροκάνι,το = κουδούνα που κρεμάν στο λαιμό γιδοπροβάτων
~ τρόχαλο,το = μικρή πέτρα ακανόνιστου σχήματος
~ τρυγητής,ο = ο μήνας Σεπτέμβριος
~ τράμπα,η = ανταλλαγή είδος με είδος
~ τσαγαρώνω = τεντώνω την κλωστή, μτφ. εκνευρίζω κάποιον
~ τσάρκο,το = το μαντρί που κλείνουν τα γιδοπρόβατα
~ τσαγκλίζω. Χτενίζω πρόχειρα τα μαλλιά μου.
~ τσαγκλαρίδες,οι = τα αδύνατα, τα κακκαλιάρικα πόδια
~ τσακίδια,στα = φύγε, χάσου
~ τσακιρομάτης,ο,ικο = ο ελαφρά αλλήθωρος
~ τσακώνω = συλλαμβάνω επ'αυτοφώρω
~ τσαλαβουτάω = πέφτω άτσαλα στα νερά
~ τσαλαπατάω = πατάω άτσαλα, πατάω και ξαναπατάω
~ τσαλαφός,ο = ο οξύθυμος, αυτός που δεν παίρνει από κουβέντα
~ τσαμπουνάω = φλυαρώ χωρίς να λέω τίποτε
~ τσανάκα,η = η βεδούρα, η καρδάρα
~ τσανακογλύφτης,ο = μτφ ο κόλακας, ο γλείφτης
~ τσεκουρίτσα. Όσπριο αλλά πλατύ. Μαγειρεύεται όπως τα φρέσκα φασολάκια. Έχουν στα χωριά μας.
~ τσιμπιρδίκος. Η σφήνα της τσιφιλιάς που κοντράρει για την πίεση.
~ τζάντζαλο το = ελαφρό και ευτελές ένδυμα
~ τσαντίλα,η = πάνα για το στράγγισμα του τυριού, κατάσταση εκνευρισμού
~ τσαπερδόνα,η = η πανέξυπνη νεαρή κόρη που τα καταφέρνει όλα
~ τσάρφαλα,τα = ξερόκλαδα για προσάναμμα της φωτιάς
~ τσάτσα,η = η θεία
~ τσεμπέρι,το = γυναικείο κεφαλομάνδηλο
~ τσέπι,το = το κέρατο
~ τσεράνα η = κακομοίρα, αξιολύπητη, δύστυχη
~ τσιάπι,το = η συνήθεια, το χούι
~ τσιάφι,το = το τσουχτερό κρύο
~ τσιγκλαω = ενοχλώ, πειράζω, σπρώχνω ελαφρά
~ τσιγκλί το = εργαλείο με το οποίο κόβουν τα φραγκόσυκα
~ τσίλικος,ο = χάρμα οφθαλμών, μπάνικος
~ τσιμπουροβύζα,η = η προβατίνα με πολύ μικρή ρόγα δύσκολη στο θηλασμό
~ τσιοκανίζω = χτυπάω, συγκρούω κάτι με κάτι άλλο
~ τσιόνης,ο = το πουλί ο σπίνος
~ τσιούλος,α,ο = αυτός που έχει μικρά ή κομμένα αυτιά
~ τσιούπα,η = η κοπέλα, η κόρη
~ τσιουράπι, το = η κάλτσα
~ τσιπούρα η = το ρακί
~ τσιπουργιάννος,ο = είδος πουλιού, ο κοκκινολαίμης
~ τσιράκι,το = ο πληρωμένος καλοθελητής
~ τσιροπούλι,το = το μικρό άγριο πουλί
~ τσιτώνω = τεντώνω, τανύζω
~ τσίφτης,ισα,ικο = ο λεβέντης στο χαρακτήρα, ο μπεσαλής
~ τσιώνα η = πέτρα που τοποθετείται σαν σύνορο στα χωράφια
~ τσογκάνι,το = αυτό που μένει επάνω στον κορμό όταν κοπεί το κλαδί
~ τσότρα,η = ξύλινο παγούρι
~ τσουκλώνω = ζορίζω, στριμώχνω στη γωνία
~ τσουλουφρίζω = καίω επιπόλαια τις άκρες των μαλλιών, καψαλίζω
~ τσούπης,ο = ο τράγος
~ τσουπώνω = πατικώνω, γεμίζω περισσότερο απ' ότι χωράει
~ τσουράπια,τα = οι κάλτσες
~ τσουτσουρώνομαι = ορθώνω το ανάστημα για να επιτεθώ
~ τσόλι,το = ευτελές, τριμμένο ένδυμα, κουρέλι
~ τσόφλι το = το περίβλημα ξυλώδους καρπού ή αυγού
~ τύκλωσε = γέμισε ο χώρος με καπνό, με αποτέλεσμα μικρή ορατότητα
~ τυλιγαδιάζω = τυλίγω το νήμα
~ τυλώνω = χορταίνω φαγητό, γεμίζω πολύ το στομάχι μου
Τάνυμα
Ταρκάδιασμα, τρακάδιασμα
Ταχιά, ταχινή
Τεκνοφέσι teknefesi ασθματική αρρώστια ζώων ΓΚ
Τελατίνι
Τεμπιχιάζω, κάνω παρατήρηση ΒΚ ΠΠ
Τετραπέρατος
Τζαβώνω, Τζάβας πίνω ΓΣ
Τζερεμές
Τζιαφέτι ΠΠ
Τζιγάκι (πουλί στα βαλτόνερα)
Τζίφα
Τηλώθηκα
Τιράω, τηράω (κοιτάζω) ΠΓ
Τούφες (ύπνος)
Τούφα
Τράβα δοκάρι στήριξης σκεπής
Τράβας, τραβηχτήρας
Τραφοκόπισμα
Τρελλοζύγουρο ΠΠ
Τριβουλίζει
Τριδόνια ...
Τριτσικάμπανο
Τριψιάνα
Τρόκαλο τσιφιλιάς
Τρούπα φουντούκι
Τρούφα
Τσακώνω
Τσαλαμακανάω
Τσαλαμποκανάω
Τσαλαφός
Τσαλιμάκια
Τσαμπί
Τσαμπουρολογώ
Τσαπερδόνα ΑΚ
Τσαπί, τσιάπα (μικρή αξίνα)
Τσάπια ΓΣ
Τσατάλια
Τσάντζαλα, τσέντζελα
Τσατουμάς
Τσάχαλα
Τσάγαλα (μύγδαλα πράσινα πριν ωριμάσουν?)
Τσεντζελόβρακας ΠΠ
Τσέρα
Τσερβέλο
Τσιάγκρα
Τσιγκλάω
Τσιγκλί
Τσιλιπουρδάω
Τσιμπάω, τσιμπούσι (συμπόσιο)
Τσιμπιλιούρι (σύστημα με το σκουλίκι-δόλωμα στην πλακοπαγίδα)
Τσιόκα μας, έκφραση προς άμεση χειραψία
Τσιοκαλίνα, το πουλί σουσουράδα
Τσιόλια
Τσιουμπλέκια
Τσιούπα, τσιούπρα
Τσιουρούνι
Τσίπα
Τσίπουρο
Τσιφιλιά
Τσοκανάω
Τσότρα, Τσοτρογιώρης
Τσουβάλι
Τσούκι
Τσουράπω
Τσουτσούρωσα
Τσουτσουπλί
*** Υ ΄
Υφάδι
*** Φ΄
~ φωτίκια. Τα ρουχαλάκια που φοράει η νονά στο βαφτιστήρι.
~ φλέσιουρα. Τα φύλλα τα ξερά όταν ξεγυμνώνουμε την κούκλα – καλαμπόκι.
~ φορτσάτο, λεπτή τριχιά σχεδόν χονδρός σπάγκος
~ φάγνα,η = η τροφή των ζώων
~ φακιόλι,το = η πετσέτα του φαγητού
~ φέγγος,το = το φως, η λάμψη
~ φεγγρίζω = είμαι τόσο αδύνατος που με διαπερνά το φως
~ φεγγίτης ο = μικρό παραθυράκι που μόλις επιτρέπει το φως να περάσει
~ φεκλώνια,τα = κλωστές, τα ξέφτια
~ φελάει = ωφελεί
~ φευγοδικάω = αποφεύγω τη δικαιοσύνη, κρύβομαι από το νόμο
~ φηκάρι,το = το θηκάρι, η θήκη, μτφ το πολύ στενό ρούχο
~ φιλεύω = προσφέρω με αγάπη
~ φιλιά,η = η αγάπη, η ερωτική φιλία
~ φινώνω = χάνω το περιεχόμενό μου, φίνωσαν τα σιτάρια
~ φιράδα,η = η χαραμάδα
~ φιρί φιρί = γύρω-γύρω, επίμονα, προκλητικά
~ φιρός,η,ο = ελάχιστα ανοιχτός, ο άνθρωπος που χαζοφέρνει
~ φιτιλιά,η = ραδιουργία, η υποκίνηση σε τσακωμό
~ φκέντρα,η = η βουκέντρα
~ φκιασίδι,το = το κοκκινάδι για το πρόσωπο, το στολίδι
~ φλάμπουρο,το = η πολεμική σημαία, το λάβαρο του γάμου
~ φλέντζα,η = λεπτή φέτα από κάτι φαγώσιμο
~ φλέσουρο το = ξερό φύλλο δέντρου πεσμένο κατά γης
~ φλετουράω = φτερουγίζω, κινούμαι ελεύθερα
~ φλίτσια,τα = τα φύλλα που περιβάλλουν τον καρπό του καλαμποκιού
~ φλουσλούνι το = είδος αγριόχορτου άχρηστου με έντονη μυρωδιά
~ φορτοτήρα,η = διχαλωτό ξύλο που χρησιμεύει για το φόρτωμα
~ φορτοτριχιά,η = το σχοινί που χρησιμεύει για το φόρτωμα
~ φουμίζω = καλλωπίζω, ομορφαίνω, δοξάζω
~ φούρκα,η = ξύλινος διχαλωτός πάσσαλος, μτφ η κρεμάλα
~ φουρκάδα η = ξύλινο υποστήριγμα για τις ντοματιές, φασολιές
~ φουρκαδιάζω = τοποθετώ φουρκάδες σε ποώδη αναρριχητικά φυτά για υποστήριξη
~ φουρκίζω = απαγχονίζω, γκρεμοτσακίζω, προκαλώ θυμό οργή
~ φουρκισμένος,η,ο = ο θυμωμένος, ο κρεμασμένος
~ φούρλα,η = φιγούρα στο χορό, στροφή γύρω από τον εαυτό
~ φούσκα,η = παιδικό παιχνίδι με την κύστη του γουρουνιού
~ φουσκί,το = η κοπριά των ζώων
~ φουσκοδεντριά η = ο κατάλληλος καιρός την Ανοιξη που ανοίγουν τα δέντρα
~ φουσκώνω = γίνομαι ενοχλητικός με τις ιδιοτροπίες μου
~ φρουτζιάτο, το = κρεββατίνα από ξερόκλαδα για να σταλίζουν τα πρόβατα
~ φτελιά η = είδος άγριου δέντρου
~ φτενός,η,ο = ο λεπτός, ο ασθενής
~ φτερακάω = φτερουγίζω
~ φτούνα φτου = αυτά εκεί
~ φτούριος,α,ο = ο χορταστικός
~ φυγιάστηκα = κρύωσα
~ φυγιό,το = ξαφνική κακοκαιρία με πολύ κρύο
~ φώλος,ο = το αυγό που βάζουν στη φωλιά για να γεννήσει η κότα
~ φωτογωνιά,η = η εστία στο σπίτι, το μέρος όπου ανάβουν τη φωτιά
~ φέρτσα,η = λωρίδα χωρίς το δέρμα, μόνο με το λίπος του χοίρου
Φακλάνα ΚΑ
Φαλαρίδες
Φάρα (... τη φάρα σου)
Φελάει
Φελί (μπακαλιάρου)
Φερντάσια
Φερτάσω
Φιλεύω
Φλεγκούδα
Φλέντζα
Φλετουράει, φτερουγίζει
Φουρκα, φουρκάδα
Φουρφούκιασα
Φούσκο, έφαγα φούσκο
Φρουσάλα
Φτούνος
Φτουράει
Φυγιό AP
Φωτιά του Αγιαντώνη
*** Χ΄
~ χαράρια. Διάταξη ράβδων περίπου 1,5 μ με σχοινιά για την μεταφορά του άχυρου. Χωρούσαν μεγάλες ποσότητες.
~ .χουρχουλιός. Νυχτοπούλι που προμηνύει πάντα κακά.
~ χώρια = χωριστά, ξεχωριστά
~ χωρατό, το = το αστείο
~ χαβάς,ο = ο σκοπός τραγουδιού
~ χαβιά,η = ειδικό χαλινάρι για ατίθασα άλογα
~ χαβιόλι,το = η συνήθεια
~ χαβώνω = περνάω τη χαβιά, μτφ εξαπατώ κάποιον
~ χαγιάτι,το = η βεράντα
~ χαζοκουτάλας,ο = αυτός που χάνει άσκοπα τον καιρό του
~ χαζοκουταλίζω = χασομεράω
~ χαϊβάνης,α,ικο = ο αφελής, το παιδί
~ χαϊμαλί,το = το φυλαχτό
~ χαϊρι,το = η προκοπή
~ χαλάω = σκοτώνω
~ χαλές,ο = το αποχωρητήριο μτφ ο βρωμερός και ύπουλος άνθρωπος
~ χαλεύω = γυρεύω
~ χαλιάς,ο = άγωνος τόπος γεμάτος χαλίκια
~ χαλίκι,το = μικρό και στρογγυλό πετραδάκι
~ χαλικόγειο,το = το έδαφος με πολλά χαλίκια
~ χαλιουράω = περνάω την ώρα μου χαζεύοντας
~ χαλκιάς,ο = ο σιδηρουργός
~ χαλκωματένιος,α,ο = ο από χαλκό
~ χαμοκέλα,η = ισόγειο κτίσμα που χρησιμεύει συνήθως για στάβλος
~ χαμολιό,το = αγριάγκαθο με δηλητηριώδεις ρίζες
~ χαμόσπιτο,το = ισόγειο κτίσμα που χρησιμεύει συνήθως για κατοικία
~ χάμου = χάμω, κάτω
~ χάμουρα,τα = τα χαλινάρια
~ χαμπέρι,το = αγγελία , μήνυμα, είδηση, μαντάτο
~ χαμπερίζω = υπολογίζω, λογαριάζω
~ χαμπηλά = χαμηλά
~ χάνι,το = το πανδοχείο
~ χαράμι = άδικα
~ χαραμοφάης,ο = αυτός που τρώει τσάμπα το φαϊ του χωρίς να προσφέρει
~ χαράργια τα = σύστημα από ξύλα και σχοινί για τη μεταφορά του άχυρου
~ χαραυγή,η = το γλυκοχάραμα
~ χάρβαλο το =το ετοιμόρροπο
~ χάση,η = του φεγγαριού το χάσιμο
~ χάσκα = με το στόμα ανοιχτό
~ χασκογελάω = γελάω χαζά χωρίς αιτία
~ χασομέρι,το = η αργοπορία, το χάσιμο χρόνου
~ χασοπαραδιά,η = το χάσιμο χρημάτων, ανώφελες δουλειές ή αγορές
~ χαχαλάκι,το = ξερόκλαδο για προσάναμμα, ο πολύ γέρος και αδύναμος άνθρωπος
~ χάψη, η = η φυλακή
~ χαψιά, η = η μπουκιά
~ χαϊρι, το = προκοπή, πρόοδος
~ χειρόβολο το = μια χεριά θερισμένα στάχυα, όσα πιάνει το χέρι
~ χελωνόψαρο το = ο γυρίνος, το βατραχάκι όταν βγει από το αυγό
~ χερ-χέρι = γρήγορα, αμέσως
~ χεριά, η = ποσότητα όσο πιάνει ένα χέρι
~ χερχέρα = γρήγορα, αμέσως, χέρι με το χέρι
~ χιονίστρα, η = αρχική μορφή κρυοπαγημάτων
~ χλαβουή, η = η οχλοβοή
~ χλαπακιάζω = τρώω γρήγορα και χωρίς να μασάω
~ χλιαίνω = ζεσταίνω
~ χλιμιντρίζω = χρεμετίζω
~ χλίψη,η = η θλίψη
~ χολιασμένος, η,ο = ο θυμωμένος, ο σκυθρωπός
~ χοντρολιές οι = οι βρώσιμες ελιές
~ χουγιάζω = φωνάζω δυνατά
~ χούκι, το = το χούι, η συνήθεια
~ χουλιάρι το = το κουτάλι
~ χουλιέμαι = κλαίω με αναφιλητά
~ χουνέρι, το = ζημιά, βλάβη
~ χουχλάζει = κοχλάζει, βράζει
~ χουχουλίζω = ανασαίνω πάνω στα χέρια μου για να ζεσταθούν
~ χουχουλόγερας, ο = το κλαψοπούλι, είδος πουλιού που βγαίνει τη νύχτα
~ χουχουλούζα, η = ο κοκκύτης, παιδική αρρώστια
~ χρυσή, η = ο ίκτερος
~ χτικιό, το = η φυματίωση
~χτικιάρης, α,ικο = ο φυματικός
~ χυλός, ο = πρόχειρο φαγητό από αλεύρι και νερό
~ χόβολη, η = η θράκα, τα αναμμένα κάρβουνα
~ χωλοζιάρης, α,ικο = αυτός που του αρέσει το σπίτι και η λούφα
~ χωματοτσούκαλο το = τσουκάλι από πηλό
~ χωματουλιά = η χωματίλα, η μυρωδιά του χώματος
~ χωρατό, το = το αστείο
~ χώρια = χωριστά, ξεχωριστά
Χαβαλές
Χαβάνι RK
Χαβιά (του γαιδάρου)
Χαβιόλια ΓΣ
Χαήλωσε, ξεχαηλώθηκε
Χαλιμάζω
Χαλμούτσος
Χαμοκέλα
Χαντρολαίμι
Χαιβάνι RK
Χαλές
Χαμωσούρτι
Χαράμι, χαραμίζω
Χαράνι, Χαρανιά
Χαράρι
Χάφτο, φάτο
Χαχόλικο
Χελωνιάς
Χερόβολο
Χόβολη
Χορήγι
Χουλιάρι
Χουνέρι
Χούνι (σούδα)
Χουρχουλιός ΜΕ
Χούσβουρο
Χύθηκε στα κοντά, (τον καταδίωξε, κυνήγησε)
Χωνάρι (έγινε στάχτη)
Χωρέθηκε (Γιάτρα τι του συγκολήθηκε τι του χωρέθηκε!) Δ Μ
*** Ψ ΄
~ ψαλίδια, τα = τα ξύλα της στέγης
~ψαρέγγλα, η = η σουσουράδα
~ ψαροκασέλλα, η = μτφ η γυναίκα η βρώμικη και χοντρή
~ ψιλολιές, οι= οι ελιές για παραγωγή λαδιού, οι ψιλές ελιές
~ ψιχάλα, η = σιγανή βροχή
~ ψυχοκέρι, το = πολύκλωνο κερί που ανάβουν στους πεθαμένους
~ ψυχοπαίδι, το = παιδί ξένο, ορφανό, που έπαιρναν οικότροφο, για δουλειές
~ ψυχοπονιέμαι = λυπάμαι, σπλαχνίζουμαι, συμπαθώ
Ψηφί ΓΣ
*** Ω ΄
~** Επεξηγίσεις από Π.Π :
~ Τρωει αβερτα,Δεν σταματαει τρωει πολυ!
~ Σλιβερισι=συναλλαγη!
~ ΑΓΚΟΥΣΑ=ζεστη Αγκωνη=γωνια ψωμιο
~ Ξειγγλωτος=ατιμελητος
~ Οτσιος=αραχτος
~ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2017 :
~ Η Εφημερίδα μας ARFARA NEWS Παρασκευή 01 Δεκεμβρίου 2017 : Στο αγιάζι της ενημέρωσης .... από το 2008 .....
~ ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ σε όλους μας !! : http://snsarfara.blogspot.com/2017/12/arfara-news-01-2017.html .-
~* Η Εφημερίδα μας ARFARA NEWS Σάββατο 02 Δεκεμβρίου 2017 :Στο αγιάζι της ενημέρωσης .... από το 2008 : http://stamos-stamoskalsnsblogspotcom.blogspot.gr/2017/12/arfara-news-02-2017.html .-
~* Η Εφημερίδα μας ARFARA NEWS Κυριακή 03 Δεκεμβρίου 2017 :Στο αγιάζι της ενημέρωσης ....από το 2008 .... ~ ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ Χριστουγέννων .... !!! από το Αρφαρά Καλαμάτας : http://arfara-messinia-stamos-stamos.blogspot.gr/2017/12/arfara-news-03-2017.html .-
~* Αθλητικό Σαββατοκύριακο 23 και 24 Δεκεμβρίου 2017 :Μια αθλητική επισκόπησης της εβδομάδας που πέρασε : http://asterasarfaron2011.blogspot.gr/2017/12/23-24-2017.html .-
~* Η Εφημερίδα μας ARFARA NEWS Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017 : Στο αγιάζι της ενημέρωσης ... από το 2008 : http://dimmetoparfara.blogspot.gr/2017/12/arfara-news-27-2017.html .-
~* ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΦΡΑΣΕΙΣ .. ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ -ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ- ΒΙΝΤΕΟ .. : Δ ΄ ΜΕΡΟΣ .. .. Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017 : Πελοποννησιακό και Aρφαραίϊκο λαϊκό γλωσσάρι http://arfaramessiniasgreece.blogspot.gr/2017/12/blog-post.html .-
~** *** BINTEOΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ...ΒΙΝΤΕΟΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ: https://twitter.com/stamos01 .-
1. - Stamatios Skoulikas = Stamatios Skoulikas , http://www.youtube.com/stamos01 , 5942 video. - Σταματης Σκουλικας
2. - Stamos Skoulikas = Stamos Skoulikas stamos011947
http://www.youtube.com/stamatios01 , 3799 video. σταμος σκουλικας ,
3. - Vlasis Skoulikas = Vlasis Skoulikas , +Stamos ,.
http://www.youtube.com/vlasiskal . = 3802 video. - https://plus.google.com/u/0/+VlasisSkoulikas/posts?csrc=yt&cfem=1 ,.- - βλάσης σκούλικας ,
Σύνολον 13. 563 βίντεο .-
The YOUTUBE:
https://www.youtube.com/user/messiniaview .-
https://www.youtube.com/user/stamos01 .-
https://www.youtube.com/user/stamatios01 .-
https://www.youtube.com/user/vlasiskal .-
***~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ https://www.facebook.com/groups/1758656167707813/1761788260727937/?notif_t=like¬if_id=1476255372769279 ΛΕΞΙΚΟ ΤΩΝ ΑΡΦΑΡΩΝ ~
~
~** Πελοποννησιακό και Aρφαραίϊκο λαϊκό γλωσσάρι
~ 1~* ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΦΡΑΣΕΙΣ .. ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ -ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ- ΒΙΝΤΕΟ ..
Α΄ ΜΕΡΟΣ : Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017 : http://vlasisarfarablogspot.blogspot.gr/2017/09/blog-post.html .-
B ΄ ΜΕΡΟΣ : Παρασκευή, 13 Οκτωβρίου 2017
http://vlasisarfarablogspot.blogspot.gr/2017/10/blog-post.html .-
3~*ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΦΡΑΣΕΙΣ .. ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ -ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ- ΒΙΝΤΕΟ .. :
Γ ΄ ΜΕΡΟΣ : Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017:
http://vlasisarfarablogspot.blogspot.gr/2017/12/blog-post.html .-
~* ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΦΡΑΣΕΙΣ .. ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ -ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ- ΒΙΝΤΕΟ .. :
Δ ΄ ΜΕΡΟΣ .. .. Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017 : Πελοποννησιακό και Aρφαραίϊκο λαϊκό γλωσσάρι http://arfaramessiniasgreece.blogspot.gr/2017/12/blog-post.html .-
*** Α ΄
~αβάρετος –η, -ο = ακούραστος, Δε βαριέται
~ αβέρτα πάγκο = ανοικτός
~ αβίζο = είδηση, γνώση. Το πήρε αβίζο (το κατάλαβε)
~ αγάλι-αγάλι= σιγά-σιγά
~ άγαρμπος,ο = ο χωρίς τακτ, ο χοντροκομμένος στους τρόπους άνθρωπος
~ αγγειά,τα = οι όρχεις
~ αγγελοφοριέμαι = ψυχορραγώ
~ αγιάζι, το = η νυχτερινή διαπεραστική ψύχρα και υγρασία
~ αγκουσιάζω = ζεσταίνομαι πολύ, αισθάνομαι δυσφορία
~ αγκριθωτός, η, = αυτός που έχει αγκρίθεια, ακίδες
~ αγνάντια = απέναντι έχοντας οπτική επαφή
~ αγουρίδα, η = το άγουρο, το ανώριμο φρούτο, κυρίως το ξινό σταφύλι
~ άγουρος = νεαρός αναπτυγμένος αλλά άπειρος, ανώριμος
~ αγουρογερασμένος, η= ο πρόωρα γερασμένος
~ αγουροξενητεμένος,ο= αυτός που ξενιτεύτηκε πολύ νέος
~ αγουροξυπνημένος, ο= ξύπνησε χωρίς να χορτάσει τον ύπνο
~ αγριάδα η = είδος αγριόχορτου, κατάσταση θυμού και οργής
~ αγρικώ = καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, νιώθω
~ αδειά,η = σχόλη, ευκαιρία
~ αδειάζω = ευκαιρώ. Δεν αδειάζω, δεν ευκαιρώ.
~ άδουλος, η, ο = Τόπος αδούλευτος, χέρσος. Ο ακαμάτης, ο οκνηρός άνθρωπος.
~ αερικό, το = δαιμονικό, νεράιδα, φάντιασμα
~ αδρασκελάω = διαβαίνω, περνώ κάποιο εμπόδιο. Αδρασκέλησε το χαντάκι.
~ ακουμπάω = στηρίζομαι. Ακούμπησα να ξαποστάσω
~ ακεφαλίλα, η = ανοησία, απερισκεψία
~ ακόνι, το = ειδική πέτρα που ακονίζουν κοφτερά εργαλεία
~ άκουρος, η, ο= ακούρευτος
~ ακούτραφας, ο= ο αυχένας
~ αλογοχόρτι το = είδος αγριοχόρταρου
~ αλπογανίζω = χασομεράω, χαζεύω, σπαταλάω το χρόνο μου άσκοπα
~ άλειμμα, το = το χοιρινό λίπος
~ αλύχτημα, το = γάβγισμα σκύλου όταν έχει μυριστεί θήραμα
~ αλισίβα, η = απόσταγμα στάχτης χρήσιμο για πλύσιμο, θελόσταχτη
~ αλισιβερίσι, το= δοσοληψία
~ αλλαξιά, η = φορεσιά, στολή, ανταλλαγή, τράμπα
~ αλωνάρης, ο = ο Ιούλιος μήνας
~ αλαργεύω= απομακρύνομαι
~ αλαργινός, η, ο = μακρινός
~ Αλλοσούσουμος -η-ο= αυτός που έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά
~ αλέγρος, ο =εύθυμος, ευχάριστος
~ αλωνιάτικο, το = το δικαίωμα σε είδος για το αλώνισμα
~ αλάλητο, το = αλάλητο κοτόπουλο. Αλάλητο πουλί δεν τρώμε
~ αματτυά, η = είδος λουκάνικου από τα χονδρά έντερα του χοιρινού
~ άμε-αμέτε = πηγαίνετε
~ αμέτι - μουχαμέτι= το 'βαλε αμέτι μουχαμέτι :το 'βαλε πείσμα, σκοπό
~ αμή, αμέ, αμηδά = αλλά, πως όχι;
~ αμμουδέρα η = το αμμώδες έδαφος
~ αμολάω = αφήνω κάποιον ή κάτι ανεμπόδιστο, ελεύθερο. Απολύω
~ άμπακος, ο = γεμάτο πιάτο, πολύ φαϊ, έφαγε τον άμπακο.
~ αμπελοκουτσούρα, η = το κλήμα του αμπελιού
~ αμποδένω = με μάγια κάνω το νιόγαμπρο ανίκανο
~ αμποδιέται = απαγορευμένο στη βοσκή από ξένα ζώα
~ αμπράζικος, η, ο = βάναυσος, ανεπιτήδευτος, ασουλούπωτος
~ άμωρος, η, ο = άδικος, τεμπέλης, ράθυμος
~ αναβροχιά, η = ανομβρία
~ αναγελάω = γελάω δυνατά, περιγελώ, χλευάζω
~ ανάγερτα = ανάδιπλα, ανάποδα
~ αναγκαίος, ο = το αποχωρητήριο
~ αναγούλα, η = τάση για εμετό, αποστροφή
~ ανάγυρα = από μακρινό δρόμο, γύρω-γύρω όχι απ' ευθείας
~ ανεβατίζω = ζυμώνω
~ ανεβατό, το = το ψωμί το ένζυμο, με μαγιά ή προζύμι
~ ανακαψίλα, η = κάψιμο στο στομάχι, καούρα
~ ανακλαδίζομαι = τεντώνομαι με ταυτόχρονο χασμουρητό
~ ανάμμα, το = το κόκκινο κρασί, το κρασί της θείας κοινωνίας
~ ανανίδα, η = είδος αγκαθωτού θάμνου
~ αναπιάνω = αναπιάνω το προζύμι, το ανακατεύω με αλεύρι και νερό
~ ανάργια = αραιά
~ αναρραχός, ο = η τύχη, το ποδαρικό
~ ανασγρουπώνω= αναλαμβάνω δυνάμεις μετά από αρρώστια, ξεγερεύω
~ανασταίνω = ανατρέφω κάποιον από μικρό παιδί, επαναφέρω απ' το θάνατο
~ ανατσουτσουρώνουμαι = αγριεύω με επιθετικές διαθέσεις
~ αναχαράζω = μηρυκάζω
~ αναχρικό, το = χρήσιμο αντικείμενο του νοικοκυριού
~ ανεβάσταγος, η, ο = ο ανυπόμονος, ο ασυγκράτητος
~ ανεσίφταγος, ο =ο λαίμαργος
~ ανεμπαίζω = περιγελώ, χλευάζω
~ ανερώτηγα= χωρίς άδεια
~ αντάμα = μαζί
~ αντάρα, η = καπνός από πυροβολισμούς, καταχνιά
~ ανταρεύομαι = φωνάζω δυνατά, κάνω φασαρία
~ άνταφλα = απρόσεχτα
~ άνταφλος, ο= ο απρόσεχτος
~ αντί,το = εξάρτημα του αργαλειού όπου τυλίγεται το νήμα
~ αντρομίδα, η = μάλλινο υφαντό κλινοσκέπασμα, είδος μπαντανίας
~ ανυφάντρα, η = η υφάντρα
~ ανέκοπα = χωρίς κόπο
~ απαυτώνω = αντί του κακόηχου ρ. της σεξουαλικής πράξης
~ απέκει = κατόπι
`~ απιθώνω = αφήνω κάπου αυτό που κρατώ
~ αποίκου = έτοιμος για να ξεκινήσει
~ απίστομα = ανάποδα, με το στόμα προς τα κάτω
~ απόβραδο, το= το σούρουπο
~ αποβραδίς = χθες το σούρουπο
~ απόζερβα = παράμερα
~ αποκά = από κάτω
~ αποκούμπι, το = το καταφύγιο, το άσυλο
~ αποπανίτσα = λίγο πιο πάνω
~ απόπατος ο = το αποχωρητήριο
~ αποπαίδι, το= το αποκηρυγμένο, αποκληρωμένο παιδί
~ αποπαίρνω = επιπλήττω, κατσαδιάζω
~ απόσκιο, το = ο ανήλιος τόπος
~ αποσπερού = απόψε
~ αποσταίνω = αποκάμνω, κουράζομαι
~ αποστασίλα, η =κούραση
~ αποσώνω = τελειώνω, ολοκληρώνω κάτι, προσθέτω μέχρι να γεμίσει
~ αποφαγούδι, το = Τα αποφάγια, τα υπολείμματα του φαγητού
~ αποχτώ = τελειώνω το χτίσιμο, κάνω δικό μου, αποχτώ ,γεννώ παιδί
~ απόβροχα= μετά τη βροχή
~ άρα-μάρα, η = ελευθεροστομία, αχαλίνωτη και ακατάληπτη φλυαρία
~ αραδίζω = περνοδιαβαίνω
~ αραποσάβανος, ο = βρώμικος, λερωμένος
~ άρβαλος, ο = ο θόρυβος
~ αρβαλάω = κάνω θόρυβο
~ αρβάλια, τα = μεταλλικές κινητές χειρολαβές
~ αρβαλοτεσούλα, η = μετάλλινος κουβάς με μεταλλικές χειρολαβές
~ αργάζω = κατεργάζομαι μτφ ξυλοκοπώ
~ αργιεύω = αραιώνω
~ αργιολόϊ το = το κόσκινο που χρησιμοποιούν για τα δημητριακά ~ αριάνι, το = το αποβουτυρωμένο γάλα
~ αρίδα,η = το πόδι
~ αρίδι το = το χειροκίνητο τρυπάνι
~ Αριολόγι, αριολογάω= το μάζεμα των αριών ελιών, καρυδιών, κοκολόγι - κοκολογάω
~ αρκουδόβατο το= είδος ακανθώδους θάμνου, χρησιμεύει για φράχτης σε περιβόλια
~ αρλούμπα, η= κουταμάρα, ανοησία σε κουβέντα
~ αρμαθιά, η = σύνολο ομοειδών πραγμάτων περασμένων σε κλωστή, μπουκέτο
~ αρμακάς, ο = σωρός, στοίβα
~ άρνη, η = η άρνηση, η λησμονιά
~ αρνόκουρα τα = κουρεμένα μαλλιά από αρνιά
~ αρούκατος, ο = απεριποίητος, ατημέλητος, ατσούμπαλος
~ αρουλιέμαι= ουρλιάζω
~αρτσίδι = μούσκεμα, ο βρεγμένος μέχρι το κόκαλο
~αρύς –ια -υ = αραιός –α, -ο
~ ασίκης, ο = λεβέντης, νέος αξιέραστος, γενναίος
~ ασκέρι, το = παρέα, οικογένεια, σύνολο ανθρώπων
~ ασκί, το = το τουλούμι
~ ασκοφυσάω = βγάζω με δύναμη τον αέρα λόγω κούρασης ή θυμού
~ Ασουλούπωτος, η, ο = ατημέλητος, απεριποίητος, αυτός που έχει κακή εμφάνιση
~ ασπρόγειο, το = το έδαφος από ασπρόχωμα
~ασπρόκωλος, ο = είδος πουλιού με άσπρη ουρά
~αστράχα, η = ο μεταξύ τοιχίου και στέγης χώρος
~ αστρίτης, ο= η αρσενική οχιά, είδος οχιάς
~ αστροφεγγιά, η = το φέγγισμα των άστρων τη νύχτα χωρίς φεγγάρι
~ ασύφταγος, η, ο = Ο λαίμαργος, ο αδηφάγος
~ άταρος, η, ο = ο ανώριμος, ο αδύναμος, ο νωθρός
~ αυγατάω = αυξάνω
~ αφαλαρίδα, η = είδος χορταριού με αγκάθια
~ άφερτος, ο = αυτός που δεν έχει έρθει ακόμα
~ αφορμή η = αιτία για δράση
~ αφόρμησε = ερεθίστηκε (η πληγή)
~ άφραγκος, ο = αυτός που δεν έχει χρήματα
~ άφταιγος, η, ο = εκείνος που δεν φταιει σε τίποτα
~ άφτουρος, η, ο = εκείνος που δεν φτουράει, δεν επαρκεί
~ αχαϊρευτος, ο= ο ανεπρόκοπος
~αχαμνός, η, ο = ο αδύνατος
~ αχεργιά η = ο αχυρώνας
~ άχερο, το = το άχυρο
~ αχεροκαλύβα, η= καλύβα από ξερόχορτα
~ αχιβάδα, η = το κοίλωμα της καπνοδόχου ή του ιερού της εκκλησίας
~ αχνιά, η = η σιγανή φωνή
~ αχορταγίλα, η αχορταγία, λαιμαργία
~ αχούρι, το = στάβλος αλόγων ή γαϊδάρων μτφ το ακατάστατο σπίτι
~ άχτι, το= εκπλήρωσις τιμωρίας ή εκδικήσεως
~ άϊ = άιντε, πήγαινε
~ Αβγατάω = αυξάνω , μεγαλώνω ..
~ Αβέρτα = ΣΥΝΈΧΕΙΑ.. ΠΟΛΎ
~ Αγκούσα = ζέστη ζεστένομαι ..
~ Απίδι = αχλάδι
~ Ανάκαρα =
~ Αλετροπόδα. Η Πούλια
~ Αγκλεορας, (ελλέβορος, φλώμος)
~ Αγκουρίδα, αγάλι αγάλι γίνεται η αγκουρίδα (αγγούρι) μέλι VM
~ Αγκούσα - = ζέστα
~ Αγκωνή = γωνία ψωμιού , γωνία σπιτιού
~ Αγούμιστο είδος σταφυλιού
~ Ακουμπέτι =
~ Ακουρμαίνω (να ακουρμαστώ)
~ Αλάνα, αλάνι
~ Αλατόπετσα ελατόπετσα
~ Αλαφιάζομαι DP
~ Αλαφροπαλάντζας
~ Αλεπονούρης
~ Αλισβερίσι
~Αλούταρη ΠΠ
~ Άμαχα κι αντάραχα VS
~ Αμιδά
~ Αμορίτης YS
~ Αμορόχαυλος
~ Αναγριμπώθηκε
~ Ανάκαρα
~ Ανακλανίστηκα (τεντώνω το κορμί) ΠΠ
~ Αναπαρώνω
~ Ανασγρούπωσε
~Ανασκουμπώνω (τα μανίκια)
~Αναφανταλιά
~Αντερώθηκα ΒΚ
~Αντρομίδα (ενδρομίς, κουβέρτα)
~Απίδι
~Απίκο ΓΣ
~Απίστομα
~Απλογιέμαι (απαντώ)
~Απλυτοβεδούρα ΒΜ
~Αποκορωμένος (καρκίνος, οχιά, ρουφιάνος)
~Αποκορωσιά
~Απολειφάδι YS
~Αποσπερού
~Αποχάβρησα, αποχαβρώθηκα
~Αράδα
~Αραλίκι
~Aralik λέγεται στην Τουρκία ο μήνας Δεκέμβρης.
~Άσβος μτφ πονηρός
~Αρίδα
~Αρουλιέμαι
~Ασκήζ ασκήσεις DB
~Αστράχα
~Άταρος
~Άφερούμ!! VM
~Αφόρμισε
*** Β ΄
~βαγένι
Βαγιόλι
Βάιζα
Βάκας
Βακέτα
Βαλσαμάκι, το φυτό
Βαρβατσέλι
Βαρεμένη
Βασκαντούρης, -α
Βασταγούρι YS
Βάτεμα
Βελέντζα
Βηρούλια, Βηρός
Βιδέλο, βιτέλο
Βίκα
Βισαλιάστηκε
Βολές = φορές
Βουζντάκα
Βουτσί
Βουτούμι
Βραγιά
Βρακοζώνι
Βρωμολυγιά, (Λεβεντης μαθες της βρωμολυγιας!!!) ΠΠ
~ Βέλιουρας. Κοινότατο χόρτο και στην Αττική, το γνωρίζετε ‘ολοι. Το στάχυ του είναι δηλητηριώδες και για τα ζώα.
~ βαγιόλι, το = πετσέτα φαγητού
~ Βαλαντώνω -ουμαι = στενοχωριέμαι, φλέγομαι από ερωτικό πάθος, αρρωσταίνω
~ βαρβάτο,το = αρσενικό ατίθασο και δυνατό, με πολλές ορμές
~ βαργκομισμένος, ο = ο λυπημένος,ο δύσθυμος ρ. βαρυγκομώ
~ βαρκό το = ελώδης τόπος, βάλτος, βούρκος
~ βασταγό, το = το γαϊδούρι
~ βατοκόπι, το = κλαδευτήρι που έχει πίσω μεγάλο ξύλο
~ βεδούρα, η = ξύλινος κάδος, κουβάς
~ βελάζω = φωνάζω δυνατά χωρίς να λέω τίποτε
~ βελάνι, το = το βελανίδι
~ βέλασμα, το = φωνή αιγοπροβάτου
~ βελέντζα, η = μάλλινο υφαντό που δεν έχει πάει νεροτριβή
~ βίγλα, η = σκοπιά σε ύψωμα, παρατηρητήριο
~ βίκα, η = η στάμνα, πήλινο δοχείο για πόσιμο νερό
~ βιλαέτι, το = η επαρχία
~ βιλάρι, το = ο αργαλειός με το νήμα
~ βισγάντι το = κατάπλασμα από βισγαντόμυιγες, θεραπευτικό για ρευματισμούς
~ βισγαντόμυγα η = είδος μυίγας με κιτρινόμαυρες ρίγες
~ βίτσα, η = βέργα λεπτή, μαστίγιο
~ βλογάει (δε) = δεν υπάρχει ούτε για δείγμα
~ βοϊδομάτης ο = αυτός που έχει μεγάλα μάτια
~ βολές, οι = φορές
~ βουρλίζομαι = περιστρέφομαι σαν σβούρα, βρίσκομαι σε έξαλλη κατάσταση
~ βρακοζώνι, το = η ζώνη του πανταλονιού
~ βρούντζος ο =
~ βρωμίστρα η = το χωράφι απ' όπου θερίστηκε μόλις βρώμη
*** Γ ΄
~ γουβράει. Η οχεία της γουρούνας.
~ γαϊδουράγκαθο το= είδος ακανθώδους θάμνου.-
~ γαϊδουριά, η =απρεπής συμπεριφορά, παλιανθρωπιά, αναισθησία
~ γαϊδουρεύω =γίνομαι ανάγωγος, με κακούς τρόπους συμπεριφοράς
~ γέννημα, το =γενικώς τα δημητριακά αλλά κυρίως το σιτάρι
~ γιδοξούρι, το =αυτός που είναι κουρεμένος σαν γίδι
~γιορντάνι, το =περιδέραιο από αργυρά και χρυσά νομίσματα
~γιούκος, ο =στοίβα από χοντρικά ρούχα, κλινοσκεπάσματα
~ γιουρούκι, το = ο χοντροφτιαγμένος και δυσκίνητος άνθρωπος, ο γέρος
~ γκαβαλίνα, η =η κοπριά του γάιδαρου
~ γκαβός, ο = ο αλλήθωρος
~ γκαλιουρίζω = αλληθωρίζω, κοιτάζω κάπως στραβά
~ γκαρδιακός, ο = φίλος αληθινός, αγαπημένος και έμπιστος
~γράνα, η = βαθύ χαντάκι, αυλάκι
~ γρουμπούλι, το = το καρούμπαλο, το εξόγκωμα από κάποιο χτύπημα, ο σβώλος
~ γρέκι,το = μαντρί γιδοπροβάτων
~ γουρνοκατσίλα, η = η κοπριά του γουρουνιού
~ γούρνα, η = λακκούβα φυσική ή τεχνητή όπου μαζεύεται νερό
~ γαϊδουρογουστέρα, η = η μεγάλη πράσινη σαύρα
~ γαϊδουροκυλίστρα, η = όπου κυλίστηκε γάιδαρος, μτφ μεγάλη ακαταστασία
~ γαϊδουριά, η = απρεπής συμπεριφορά, παλιανθρωπιά, αναισθησία
~ γαϊδουρογουστέρα, η = η μεγάλη πράσινη σαύρα
~ γαϊδουροκυλίστρα, η = όπου κυλίστηκε γάιδαρος, μτφ μεγάλη ακαταστασία
~ γάϊδουροφαγωμένος, ο = ο δαγκωμένος από γάιδαρο, μτφ ο ακανόνιστος, ακαλαίσθητος
~ γαλίφης, ο = ο κόλακας, ο γλείφτης
~ γαλιφιά, η = κολακεία, μαλαγανιά
~ γανίλα, η = αγανωσιά, σκουριά
~ γδυτός, η, ο = ο γυμνός
~ γελέκο, γελέκι, το = αμάνικο επανωφόρι, στηθόρουχο.
~ γέννημα, το = γενικώς τα δημητριακά αλλά κυρίως το σιτάρι
~ γεντέκι, το = ο εύσωμος και γερός άνθρωπος
~ γεράνια, η = η γαλάζια
~ γεροκομάω = φροντίζω, περιποιούμαι ηλικιωμένο άνθρωπο
~ γητεύω = γιατρεύω με μάγια
~ γιαργούτη, η = το γιαούρτι
~ γιατάκι, το = το κατάλυμα, ο τόπος διαμονής ,το κλινοσκέπασμα
~ γιδοξούρι, το = αυτός που είναι κουρεμένος σαν γίδι
~ γιδοτόμαρο, το = το ασκί, το τουλούμι
~ γιόμα, το = το μεσημεριανό γεύμα το μεσημέρι
~ γιοματάρι, το = βαγένι γεμάτο κρασί που δεν το έχουν ανοίξει ακόμα
~ γιορντάνι, το = περιδέραιο από αργυρά και χρυσά νομίσματα
Το Γκλαφουνάω είναι ρήμα που χρησιμοποιείται στα Καλάβρυτα και σημαίνει... ότι μιμούμαι το συνεχόμενο γάβγισμα του μικρού σκύλου.
Μεταφορικά σημαίνει ότι γκρινιάζω χωρίς λόγο...
γουβράει. Η οχεία της γουρούνας.Γαλαζώνω, γαλάζωμα
Γάνιασμα
Γαργαλεύω
Γιάτρα
Γιοργάδα
Γιουχάρω
Γιούκος
Γιρουστάω
Γκάβαλο
Γκαλιούρης
Γκλάβα
Γκλόγκοβα
Γλέπω (βλέπω)
Γλίστρα (σκουλίκι δόλωμα)
Γλίνα
Γλίτσα
Γουλί (ξύρισμα, κούρεμα)
Γούλισμα
Γούπατο
Γουργάει
Γούρι
Γουρλής
Γουστέρα ΒΚ
Γούτος, χρησιμοποιείται κι ως υβριστική
Γρίβας
Γριμπίλι
Γρουσούζης
γιουρντάω = ορμάω, αντεπιτίθεμαι ~ γιούκος, ο = στοίβα από χοντρικά ρούχα, κλινοσκεπάσματα
~ γιουρντί, το = βαρύ επανωφόρι από τραγόμαλο χωρίς μανίκια
~ γιουρούκι, το = ο χοντροφτιαγμένος και δυσκίνητος άνθρωπος, ο γέρος
~ γκαβαλίνα, η = η κοπριά του γάιδαρου
~ γκαβίζω = αλληθωρίζω
~ γκαβός, ο = ο αλλήθωρος
~ γκαλιουρίζω = αλληθωρίζω, κοιτάζω κάπως στραβά
~ καλντερίμι, το = λιθόστρωτος δρόμος
~ γκανιάζω = διψάω πολύ
~ γκάργκανο, το = ο ξερός και άνυδρος τόπος
~ γκαρδιακός, ο = φίλος αληθινός, αγαπημένος και έμπιστος
~ γκεστάω = αγανακτώ από κούραση
~ γκλαφουνάω = ζητάω με κλάματα
~ γκουβούνα, η = κοπριά ζώου, μικρός σωρός από ακαθαρσίες
~ γκουμούλα, η = σωρός από σκουπίδια ή ακαθαρσίες
~ γκράς, ο = είδος όπλου εμπροσθόγιομο
~ γκρεμίλα, η = επικίνδυνα επικλινές και άγονο έδαφος
~ γκριτζάλα, η = ξύλινος τάκος με δόντια όπου τρίβουν το αραβοσίτι
~ γλαντζινιά, η = είδος αειθαλούς δέντρου
~ γλάρα, η = νύστα, υγρασία
~ γλαρός, ο = ο μαλακός
~ γλιέπω = βλέπω
~ γλυκάδι, το = το ξίδι
~ γλύνα, η = ο άργιλος
~ γνέθω = φτιάχνω νήμα για ύφανση στη ρόκα
~ γνέμα, το = το προϊόν του γνεσίματος, το νήμα
~ γνώρα, η = γνώριση, δεν του 'δωκα γνώρα: έκανα πως δεν τον γνώρισα
~ γομάρι, το =το φορτίο, κατ' επέκταση ο γάιδαρος
~ γουβαλοσκάστης, ο = ο βουβαλοσκάστης, ο ανυπόφορος άνθρωπος
~ γούβης, ο = είδος πουλιού, μτφ.ο άνθρωπος ο σκυθρωπός και λιγόλογος
~ γουβίτσα, η = το κοίλωμα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, παιχνίδι παιδικό
~ γούβρα, η = η περίοδος ζευγαρώματος των γουρουνιών
~ γουβράω = ζητάω ζευγάρωμα
~ γουλισιά, η = η λάσπη που φέρνει το ποτάμι όταν φουσκώνει
~ γούλισμα το = το έδαφος που έγινε από την γουλισιά που έφερε το ποτάμι
~ γούπατο, το = το χαμήλωμα του εδάφους, το βαθύπεδο
~ γουργουλιάνα, ωη = πολτοποιημένη μάζα
~ γουρμάζω = ωριμάζω
~ γουρμοφάγος, ο = ο ωριμοφάγος
~ γούρνα, η = λακκούβα φυσική ή τεχνητή όπου μαζεύεται νερό
~ γουρνί,το = το πίσω μέρος της εστίας όπου μαζεύεται η στάχτη
~ γουρνοκατσίλα, η = η κοπριά του γουρουνιού
~ γουστέρα, η = η σαύρα
~ γραμμένη, η = ζωγραφιστή, καλλίγραμμη, ωραία
~ γρανίτσα η = ένα είδος βελανιδιάς, ρουπάκι
~ γρέκι,το = μαντρί γιδοπροβάτων
~ γρουμπούλι, το = το καρούμπαλο, το εξόγκωμα από κάποιο χτύπημα, ο σβώλος
~ γράνα, η = βαθύ χαντάκι, αυλάκι
~ γωνιά, η = η εστία στο σπίτι
*** Δ΄
~ δα = μόλις2~ δασιά, τα = πυκνά
3~ δαυλίτης ο = παράσιτο που καταστρέφει τα αραποσίτια
4~ δεκριάνι, το = ξύλινο εργαλείο σε σχήμα πιρουνιού για συλλογή σανού
5~ δεματικό, το = το περίδεμα από στάχυα, με το οποίο δένουν πολλά χερόβολα
6~ δεματοπούλα, η =
7~ δεμάτι, το = το χερόβολο, μία χεριά στάχυα
8~ δεντρογαλιά, η = είδος φιδιού
9~ δεφτέρι, το = κατάστιχο, τετράδιο
10~ διάη, διάκε = διάβηκε, πήγε
11~ διάζω = ετοιμάζω το διασίδι (στημόνι) για την ύφανση, ιδιάζω
12~ διακονιάρης, ο = ο ζητιάνος
13~ διάσελο, το = το ξέφωτο σε κάποιο ύψωμα
14~ διαταή, διάτα = διαταγή
15~ διάτανος, ο = ο σατανάς
16~ διβολάω = οργώνω για δεύτερη φορά για καλύτερη απόδοση
17~ διβόλισμα, το = το δεύτερο χέρι οργώματος πριν τη σπορά
18~ δικολάβος, ο = ο δικηγόρος, ο διπλωμάτης και καταφερντζής άνθρωπος
19~ διμούτσουνος, η, ο = ο διπρόσωπος
20~ διπλό, το = εργαλείο που στουμπάν' το καλαμπόκι
21~ διφόρια, τα = καρποί που γίνονται μετά τη συγκομιδή της σοδιάς
22~ δόγα, η = η μία από τις πολλές τάβλες του βαγενιού
23~ δόλιος, α, ο = ο φτωχός και αξιολύπητος άνθρωπος
24~ δοξαπατρί, το = κατακούτελα
25~ δραγάτης, ο = ο αμπελοφύλακας
26~ δραγουμάνος, ο = ο αγγελιαφόρος
27~ δραπέτσι, το = Το πολύ δρυμό ξίδι
28~ δριμόνι, το = το μεγάλο κόσκινο για το ξεκαθάρισμα των δημητριακών
29~ δρυμός, η, ο = ο οξύς, ο σκληρός, ο καυστικός
30~ δροτσίλα, το = εξάνθημα
31~ δυχατέρα, η = η θυγατέρα, η κόρη
Δαγός
Δεμοσιά, Εθνική οδός ΔΜ
Δέση
Διός σχωρέστον
Διαφημηζ, διαφημήσεις DB
Δικριάνι
Διπλομούτσουνος (διπλοπρόσωπος)
Δόγα
*** Ε΄
~ έγκομος, η, ο = ο παχύς, ο ευτραφής
~ εδεφτού, εδεκεί = εκεί ακριβώς
~ είναιτος = αυτός υπάρχει
~ έλαχε = έτυχε
~ ελόγιασα = αντιλήφθηκα, είδα
~ έμπα, το = η είσοδος
~ εμπατή, η = η είσοδος του σπιτιού
~ εξαποδώ, ο = ο διάβολος
~ εξεπιτούτου = ακριβώς γιαυτό το σκοπό
~ εξηνταβελώνης, ο = ο τσιγκούνης, ο σπαγκοραμμένος...
~ επιπόνου = με πολύ στεναχώρια
~ επρογκίξανε = τρόμαξαν και τράπηκαν σε φυγή
~ ερμοκκλήσι, το = συνέλαβε μετά το μάρκαλο
~ ετώρα = τώρα
~ εφούμισε = εκαλλωπίσθηι, εδοξάσθη
~ εφτούνος εφτού = αυτός εκεί
~ έχι, το = το βιός, η περιουσία
Έβελο
Έντο, νάτο
Εφτού, εκεί
*** Ζ ΄
~ ζεμπερέκι. Το πόμολο της πόρτας.
Ζαγκλάκια
Ζαιρές ΓΚ
Ζαμπακωμένος
Ζαρζαβατικά
Ζάφτω
Ζγαρλάω
Ζεμπερέκι
Ζεμπίλι
Ζεύει, βρωμάει
Ζουγκούνισμα
Ζουλάπι
Ζουλάω
Ζουπάω, ζουπάκιασμα
Ζωντόβολο
*** Η ΄
~ Ηλιακός, ο = τοποθεσία που τη βλέπει πολύ ο ήλιος
~ Ημεράδι, το = ένα είδος βελανιδιάς, ρουπάκι
~ ημιπληγία = το εγκεφαλικό επεισόδιο, όπου παραλύει κατά το μισό
~ Ήρα, ηριάστηκα
*** Θ ΄
~θαμπίζω = μόλις που βλέπω
~ θανατικό, το = θανατηφόρα επιδημία, λοιμός
~ θανατικός, ο = ο πολύ φανατικός για κάτι
~ θανατίκι, το = η δαπάνη για την ταφή
~ θειακούλα, η = η θειούλα, θείτσα
~ θελά = ήθελα
~ θέλημα, το = κάτι που αποφεύγεται να κατονομαστεί, η παραγγελία
~ θελόσταχτη, η = η αλισίβα
~ θελός, -η, -ο = θολός
~ θεριακωμένος, ο = ο υπερφυσικός, ο τεράστιος
~ θεριό, το = το θηρίο
~ θεριστής, ο = ο μήνας Ιούνιος
~ θερμαίνομαι= ριγώ, κρυώνω
~ θέρμη, η = ρίγος από πυρετό, η ελονοσία
~ θημωνιά, η = σωρός από στάχυα έτοιμα για αλώνισμα
~ θράσιος, α, ο = ο ψόφιος, ο άνοστος μτφ. ο άνθρωπος που χαραμίζεται
~ θροϊζομαι = ριγώ, κατά μία έννοια και φοβάμαι, αγριεύομαι
~ θροϊλα, η = το σύγκρυο ,η ανατριχίλα από φόβο ή φρίκη
~ θρόϊσμα, το = το ελαφρό χάδι που προκαλεί ελαφρό ρίγος
~ θρύψαλα, τα = πολύ μικρά κομματάκια από σπάσιμο, θραύσματα
~ θυγατέρα, η = η κόρη
~ ιορδάνης ποταμός = ο γαλαξίας
*** Ι΄
~ ίσκα, η = είδος παράσιτου των δέντρων, χρήσιμο για το άναμμα φωτιάς
~ ιταίρι, το = σύζυγος, να χαίρεσαι το ιταίρι σου
~ ινάτι, το = το πείσμα, το καπρίτσιο
Ίβαλα
Ίγγλα
Ίτενο (είδος τρούφας)
*** Κ΄
~ κώτσαλα. Από το σιτάρι αυτά τα χονδρά, που δεν απομακρύνθηκαν από το στάχυ.
~ κοτσίρι. Φυτό σαν αγριομπίζελο τροφή για ζώα.
~ κορίτας η κορίτος συνήθως πέτρινος η τσιμεντένιος. Μικρή σκάφη.
~ καστραπέτσι. Το αγγούρι
~ κα = κάτω
~ καββουρομάνα η = η καββουρίνα
~ καγιανάς, ο = είδος φαγητού, παστό χοιρινό με αυγά και ντομάτα
~ καδένα, η = η αλυσίδα, κατά μία έννοια το κόσμημα
~ κάδη, η = ξύλινος κάδος όπου χτυπούσαν το γάλα για να βγει το βούτυρο
~ καζάντια, τα = τα υπάρχοντα, τα πλούτη, τα κέρδη
~ καζαντώ = αποκτώ πλούτη, κερδίζω
~ καζάρμα, η = η φυλακή
~ καϊλα,η = αίσθημα καύσου, σφοδρή επιθυμία, παίδεμα, ταλαιπωρία
~ καζαντώ = αποκτώ πλούτη, κερδίζω
~ καζάρμα, η = η φυλακή
~ καϊλα,η = αίσθημα καύσου, σφοδρή επιθυμία, παίδεμα, ταλαιπωρία
~ κακαράντζα, η = η κοπριά των γιδοπροβάτων
~ κακαφορμίζω = ερεθίζομαι άσχημα, πρήζομαι
~ κακαϊδή, η = κακή νύφη στο είδος και στη μορφή, Κακαιδή (κακή και άσχημη) AP ~ κακογραμμένος, η, ο = ο κακορίζικος που έχει κακό τέλος, ο δύσμοιρος
~ κακοζάκανος, ο = ο κακοφτιαγμένος
~ κακοντέλης, α, ικο = ο φουκαράς, ο έχων κακό τέλος
~ κακορίζικος, η, ο = αυτός που του έχει γράψει η μοίρα ατυχίες και δυστυχία
~ κακοτρέχω = κακολογώ κάποιον με κάθε ευκαιρία
~ καλαμάρι, το = η θήκη των κοντυλοφόρων
~ καλαμιά, η = ο κορμός των δημητριακών μέχρι το στάχυ, το θερισμένο χωράφι
~ καλαμίζω = μασουρίζω, τυλίγω το νήμα στο καλάμι
~ καλαμιώνας, ο = φυτεία καλαμιών
~ καλαμοβύζα, η = η προβατίνα που έχει χοντρά βυζιά δύσκολα στο θηλασμό
~ καλαμοδόντα, η = το στοιχειό της λίμνης ή του ποταμού
~ καλαμωτή η = καλαμένιο χώρισμα, εργαλείο για ψάρεμα
~ καλιάζω = σκαρφαλώνω, γαντζώνομαι
~ καλιακούδα, η = η καρακάξα, η κάργια
~ καλιγώνω = πεταλώνω
~ καλικούτσια = καβαλικευτά τα παιδιά στους ώμους των μεγάλων με τα πόδια ανοιχτά
~ καλιμάνα η = είδος αποδημητικού πουλιού που έρχεται όταν πιάσουν τα κρύα
~ καλμπάτσα, η = αρρώστια των προβάτων που βόσκουν στα έλη.
~ καλντερίμι, το = λιθόστρωτο δρομάκι, ή χώρος
~ καλοσκαιρίζω = γεύομαι για το καλό του χρόνου
~ καλοφάγανος, ο = ο εύκολος στο φαγητό αντιθ. κακοφάγανος
~ κάλπικος, η, ο = ο ψεύτικος, ο κίβδηλος
~ καμάτι το = το όργωμα, η σπορά
~ καμούσι, το = το σώσμα, το τελευταίο κρασί στο βαρέλι
~ καμτσί, το = το μαστίγιο
~ κάνα = κανένα
~ κανακεύω = χαϊδεύω, χαϊδολογάω
~ κανάκια, τα = τα χάδια
~ κάνουλα, η = η βρύση, κυρίως του βαγενιού
~ κάνω = γεννώ
~ κάνω (χωράφι)= οργώνω, σπέρνω
~ κάπα, η = χοντρό μάλλινο επανωφόρι των βοσκών με κουκούλα
~ καπάτσα, η = η πολύ δραστήρια και καταφερτζού γυναίκα
~ καπελιάνα, η = η γυναίκα η καπάτσα, η δραστήρια
~ καπηνός, ο = ο καπνός
~ καπίστρι, το = το χαλινάρι του γάιδαρου
~ καπίτσα, η = η λέρα, η σωματική βρωμιά
~ καπρίτσιο, το = το πείσμα
~ καπροδόντης, α, ικο = αυτός που έχει στραβά δόντια
~ καρακαηδόνα, η = η κοπέλα η πεταχτή, η λογού και τσαχπίνα
~ καρακούσι, το = γενικά η αρρώστια
~ καραμπαλίκια, τα = τ' αχαμνά, οι όρχεις
~ καραμπουζουκλής, ο = ο λεβέντης, με διάθεση αστειότητας
~ καραούλι, το = η σκοπιά, το παρατηρητήριο
~ κάργα = πολύ
~ καργιά, η = η καρυδιά
~ καρδαμώνω = γερεύω μετά από αρρώστια, γίνομαι εύρωστος, δυνατός
~ καρδάρα, η = ξύλινο δοχείο που χρησιμεύει για να μετρούν το γάλα κυρίως
~ καρκάσελος, ο = ο ολόγυμνος
~ καρλαύτης, ο = αυτός που έχει μεγάλα αυτιά
~ κάρμα,το = το ψοφίμι, το ψόφιο ζώο
~ καρμηροσάκκουλος ο = ο τσιγκούνης
~ καρμίρης, ο = ο τσιγκούνης, ο στυγνός ατομιστής
~ καρμπούσι, το = το κοτσάνι του αραβόσιτου
~ καρούτζαφλας, ο = ο λάρυγγας
~ καρούλα η = πληγή από κάψιμο ή μαστίγωμα
~ καρούτα, η = ξύλινος δίαυλος για να περνά νερό για άρδευση κυρίως, σκάφη
~ καρτερώ = περιμένω, εμποδίζω να περάσει κάποιος ή κάτι
~ καστραβέτσι, το = το αγγούρι
~ κατάλακα = εντελώς φανερά και αδικαιολόγητα
~ κατάραχα = στην κορυφή στη ράχη, στον λόφο
~ καταράχι, το = ο λόφος
~ κατάσαρκα = ακριβώς επάνω στη σάρκα
~ κατάχαμα = ολότελα χάμω
~ καταχερίζω = δέρνω κάποιον κατεβάζοντας επάνω του το χέρι μου
~ κατής, ο = εροδίκης των Τούρκων, που δίκαζε σύμφωνα με τη θρησκεία
~ κάτινου = κάποιου
~ κατουρλοκάνατο το = το ουροδοχείο, μτφ. χλευαστικά ο ανήμπορος άνθρωπος
~ κατραπακιά, η = χτυπώ κάποιον στο κεφάλι με την παλάμη μου
~ κατράκι, το = δυσάρεστο συμβάν
~ κατσάβραχα, τα = τα βραχολίθαρα με πολλές αυλακώσεις από τη διάβρωση
~ κατσιαπλιάς, ο = ο κλέφτης που φυγοδικεί ρακένδυτος
~ κατσικόδρομος ο = μικρό και δύσβατο μονοπάτι
~ κατσικοπόδαρος ο = ο γρουσούζης
~ κατσικώνομαι = πεισμώνω, συμπεριφέρομαι ιδιότροπα , μουλαρώνω
~ κατσιούλα η = η κουκούλα της κάπας
~ κατσιουλιέρα, η = το πουλί κορυδαλλός
~ κατσιφάρα, η = η καταχνιά, η ομίχλη
~ κατσούλα, η = η γάτα
~ κατώι,το = το ισόγειο στις παραδοσιακές κατοικίες
~ καυκαλίθρα, η = είδος αγριόχορτου(αρωματικό)
~ καύκαλο το = κοκάλινο περίβλημα, καβούκι ζώου
~ κάφυρο, το = το ρουθούνι
~ καψαλιά, η = τόπος καμένος από πυρκαϊά
~ καψερός , ο = έκφραση συμπάθειας σε κακότυχο
~ καψοκαλύβας, ο = εκείνος που τα θυσιάζει όλα για τη φιλοξενία
~ κειάφι, το = το θειάφι
~ κελάρης, ο = ο αρμόδιος, ο υπεύθυνος για την αποθήκη τροφίμων
~ κεραλοιφή, η = φαρμακευτικό παρασκεύασμα ειδικό για δερματοπάθειες
~ κερατάς, ο = αυτός που έχει κέρατα, ο απατημένος σύζυγος.
~ κερατούκλης, ο = ο κατεργάρης
~ κιβούρι, το = το μνήμα, ο τάφος
~ κιλίμι, το = λεπτό χαλί
~ κιούπι, το = πήλινο σταμνί που μέσα παστώνουν το χοιρινό κρέας
~ κιρκινέζι το = είδος γερακιού που ζυγιάζεται στον αέρα
~ κιώσανε = τελειώσανε
~ κλαρί το = κομμένα κλαδιά δέντρων για τροφή ζώων, κλαδί
~ κλαψοπούλι, το = νυχτοπούλι με κλαψιάρικη λαλιά
~ κλιμαντήρα, η = η έντονη επιθυμία να φάω κάτι συγκεκριμένο...ρ.κλημαντηρίζω
~ κλιματσίδα η = η κλιματόβεργα
~ κλινάρι το = μτφ.ο αδύνατος, ο άρρωστος, ο σκελετωμένος άνθρωπος ή ζώο
~ κλουβιά η = εργαλείο με το οποίο φτιάχνουν τα κεριά
~ κλωθογυρίζω = γυρίζω γύρω σαν την κλώσα
~ κλωνά, η = η ίνα, η κλωστή
~ κλωσσόπλο το = το κοττοπουλάκι όταν βγαίνει από το αυγό
~ κογιόνης, ο = το πειραχτήρι, αυτός που κάνει καλαμπούρια και φάρσες
~ κότσια = οι αστράγαλοι, κουράγιο, ηθικό, τόλμη, παιδικό παιχνίδι
~ κοκκινογούλι, το = το ραπανάκι
~ κοκκολόγημα, το = το μάζεμα
~ κοκκόσια η = ένα καρύδι
~ κοκκολόγια, τα = καρύδια ή αμύγδαλα που έμειναν κάτω μετά το μάζεμα
~ κοκκοσιέλι το = το χαλάζι
~ κολίνα, ο = η λεπτή φέτα των εσπεριδοειδών, η σκελίδα του σκόρδου
~ κωλιτσάκι το = μεταλλικός γάντζος στο σαμάρι
~ κωλάνια, τα = ιμάντες που δένουν το σαμάρι του γάιδαρου
~ Κωλαντρίζω = περιποιούμαι τον άντρα μου για να 'ναι όμορφος
~ κόλεθρο, το = το μόλις πεσμένο από την κοιλιά της μάνας του παιδί
~ κολοκουρίζω = κουρεύω τα οπίσθια των προβάτων
~ κολορίζι το = η δυνατή ρίζα δέντρου
~ κωλώνω = εμποδίζω, καρτεράω, δειλιάζω
~ κολόστρα, η = το πρώτο γάλα μετά τη γέννα των ζώων, τρώγεται ηγανητό
~ κομπωτής, ο = ο απατεώνας
~ κονάκι το = το σπίτι, το νοικοκυριό, το κατάλυμα
~ κονάκι το = φίδι μαύρο, τυφλό, δηλητηριώδες που τσιμπάει μόνο Σάββατο
~ κοντοκαρτέρει = σιγοβάδιζε και περίμενε
~ κοντομοίρι, το = ένα κομμάτι ξύλο που χρησιμεύει και για όπλο ή μπαστούνι
~ κοντύλι, το -= ο κοντυλοφόρος, κομμάτι σχιστολίθου που έγραφαν στην πλάκα
~ κοπιάζω = έρχομαι
~ κοπρίτης, ο = ο βρωμιάρης, ο ανεπρόκοπος και τεμπέλης άνθρωπος
~ κορακιάζω = υποφέρω πολύ από δίψα, τρωω λαίμαργα, αποπατώ δημοσίως
~ κορακοζώητος, ο = αυτός που ζεί πολλά χρόνια
~ κόρδα, η = χορδή, νεύρο, ξύλινο δοκάρι, βασικό στήριγμα της στέγης
~ κορδελλάκια, τα = τα τσαλιμάκια
~ κορδονούρα, η = η υπερήφανη
~ κορήτα, η = πέτρινη ή ξύλινη γούρνα για πότισμα ή τάισμα ζώων
~ κορκολίκι το = το πικρό στη γεύση ,το δηλητήριο
~ κορκοφίγκι, το = το πρωτόγαλα που γίνεται στερεό όταν βράσει
~ κόρμπα, η = η μαύρη γίδα
~ κορφολογάω = κόβω τις κορυφές τρυφερών βλαστών, κυρίως αμπελιού
~ κορώνω = βρωμάω
~ κοτάω = τολμάω
~ κοτζάμ = τόσο μεγάλος
~ κοτρώνι, το = ογκόλιθος, μεγάλη πέτρα
~ κουβέλι, το = κυψέλη σε κουφάλα δέντρου
~ κούγελο, το = ο χαζός, ο ξεμωραμένος, ο αφελής
~ κουκουνιάζω = ερεθίζομαι από κάτι, αφηνιάζω
~ κουμάσι, το = ακάθαρτο υπόγειο, στάβλος
~ κουμούτσι ,το = ξεροκόμματο ψωμί
~ κουνενές, ο = το μωρό
~ κουνημένος, η, ο = μτφ. εκείνος που ξενιτεύτηκε και πέρασε θάλασσα
~ κουνιάδα, ος = η αδελφή -ος της -του συζύγου
~ κουνούκλα η = είδος αγρίου θαμνώδους φυτού με όμορφα μοβ λουλούδια
~ κουντίνα, η = κίνδυνος, αρρώστια
~ κουπαδέλι το = η κούπα
~ κούρβουλο, το = το ξερό κλήμα, μτφ το σακατεμένο χέρι ή πόδι
~ κουριάζω = κόβω σε τεμάχια
~ κουρκούτι, το = ο χυλός από σιτάλευρο μτφ.το θολωμένο μυαλό
~ κουρμπέτι, το = το ταξίδι, σεριάνι
~ κούρνια, η = το κοτέτσι, ο ύπνος των κοτών
~ κουρνιαχτός, ο = η σκόνη, ο μπουχός
~ κουρούνα, η = η κάργια, η καρακάξα
~ κουρούτα, η = προβατίνα με κέρατα
~ κούτελο, το = το μέτωπο
~ κουτουλάω = νυστάζω
~ κουτουπώνω = σκεπάζω, μτφ για τη σεξουαλική πράξη
~ κούτρα, η = το κεφάλι
~ κουτρούλι, το = βουναλάκι από χώμα που συσσωρεύεται με το σκάψιμο της αμπέλου
~ κούτσικος, η, ο = ο μικροκαμωμένος, το παιδάκι
~ κουτσούνα, η = η κούκλα
~κούτσουρο το = κοντοκομμένος κορμός δέντρου, μτφ. ο έρημος, ο μοναχικός
~ κοψοχολιάζω = ανησυχώ κάποιον για κακό που τελικά αποφεύχθηκε
~ κοψοχρονιά = μισοτιμή
~ κοψίδι, το = κομμάτι κρέας
~ κράζω = καλώ, φωνάζω
~ κραίνω = λέγω, μιλώ, απαντώ
~ κράνη, η = η μεγάλη πείνα
~ κριθαριά η = το χωράφι απ'όπου μόλις θερίστηκε σιτάρι
~ κρικέλι, το = ο κρίκος
~ κρίμα, το = το αμάρτημα
~ κριτσέπι το = άνυδρος κακοτράχαλος και πετρώδης τόπος
~ κρουστός, η, ο = ο σφιχτός και πυκνός στην ύφανση
~ κρυγιαίνω = κρυώνω
~ κυράτσα, η = η αρχόντισσα
~ κύρης, ο = ο αρχηγός της οικογένειας, ο πατέρας αφέντης
~ Καγιάρι (ο ουρανός καντήλι)
~ Κάγκουρας ? ΒΚ
~ Καινάρι ΠΠ
~ Κακάβι
~ Κακαβώστρα
~ Καλαμπαλίκης
Καλαμποκάνι
Καλαντζής. Καλαντζόγιαννης
Καλαπόδι
Καλιά (πάμε καλιά μας)
Καλιακούδα
Καλλικούτσια
Καλμπάτσα
Καλντερίμι
Καλόγερος (σαπουνιού)
Καμαρινώς (με ανδρεία)
Καπαμάς
Καπιστράδα
Καπλάτι
Καπλατοβελόνα
Καπούτσης
Καπρίτσιο
Καρακάξης
Καραμανιά
Κάργα. Καργάρω
Καργιόλα
Κάρμα, ψοφίμι σε αποσύνθεση
Καρδάρα
Καρλαμπίκι
Καρούλες ΒΚ
Καρούντζος (γουρουνιού)
Καρσί
Κασάι, Κασαί ΠΠ
Κασόνι
Καστραβέτσι
Καταπέτασμα, έφαγε το καταπέτασμα
Καταπίτης
Κατίνι, κατίνα πόδι
Κατριμπάνος
Κάτσιασε, κατσιασμένος
Κατσιβέλα
Κατσιμουδιάζω
Κατσιμπούλα
Κατσιώ, κατσίκα
Καφάσι, κεφάλι
Κάφυρα
Καψαλήθρες
Καψερός
Κερχανατζής ΣΣ
Κεσκέτια ΠΠ
Κεψές
Κιούπι
Κιτάξου (κοιμήσου)
Κιώνω, κιώθηκε
Κλαμπουριάζω
Κλαπακάω
Κλίτσικας
Κόκα, αυτός κοιτάζει μόνο την κόκα του
Κοκόσια
Κολάνι
Κολατσίζω, κολατσιό
Κολέκκας
Κολιτσάκι
Κόλπος, εγκεφαλικό
Κοπετίνες, κοπέλες ΔΜπ
Κοπανιέται, θρηνεί
Κοράκιασα, δίψασα, βράχνιασα από το σκούξιμο
Κορκάδα
Κορκοσούρα
Κορκοφίνι
Κορύτος
Κότσι
Κοτσιόνι
Κοτσόβολο
Κούγελο
Κούκλα, καλαμπόκι
Κουκούνισε
Κουμάσι
Κουμούλια DB
Κουμούτσα
Κουρβούλιασμα, κούρβουλο
Κουρκούτι
Κουρούνα, κουρούνικο
Κουρούπι
Κουσκούνι
Κουσουμάρω ΠΠ ΓΚ
Κουταλίδες
Κούτρα
Κουφοχελάδες
Κόφα
Κοψομεσιάστηκα
Κραπακάω
Κριπάρω
Κωθώνι (μήκων η υπνοφόρος)
Κωλοφύρης
Κωρώνει, βρωμάει
Κώστας με προφορά Κώιστας και Κουώστας DM
*** Λ΄
~ λιθοπάτης. Φλεγμονή της φτέρνας που προερχόταν από χτυπήματα.
19. ματικάπι. Η αρίς , το αρίδι, το τρυπάνι.
~ λαβδαριά, η = μεγάλος ξύλινος δοκός που στηρίζει τον όροφο του σπιτιού
~ λάβρα, η = η σπίθα που πετάγεται, η μεγάλη ζέστη
~ λαβροτανάω = ταλαιπωρώ, βασανίζω κάποιον παίζοντας μαζί του
~ λάγανο, το = κούραση από φασαρία, ή πολύ δουλειά
~ λάγαρο, το = το υπογάστριο ζώου
~ λαγγεύει (το μάτι)= σκιρτάει, παίζει, κάνει νευρικό τικ
~ λάγιος, α, ο = το μαύρο πρόβατο ή γίδα
~ λαγκοδέρνει = κάνει προθανάτιους σπασμούς
~ λαγομηζύθρα η = είδος αγριόχορτου
~ λαγομηλιά η = κανθώδης θάμνος που φυτρώνει στα δάση
~ λαδοκατόσταρο το = δοχείο που χωράει εκατό δράμια λάδι
~ λάζο, το = απάνεμο λιβάδι με πλούσιο χορτάρι για βοσκή
~ λαθουρός, η, ο = ο πετρωτός, ο σταχτόχρωμος με στίγματα λευκά
~ λαήνα η = το λαγήνι, το κιούπι
~ λάκα, η = επίπεδο τμήμα εδάφους, ισιάδα
~ λακάω = φεύγω κυνηγημένος τρέχοντας
~ λακιτός, η, ο = ο βιαστικός κάτω από πιεστικές συνθήκες
~ λάκκος, ο -= μτφ. ο αργαλειός
~ λακριντί, το = ιδιαίτερη συζήτηση....κατά μια έννοια το κουτσομπολιό
~ λαλαγκίδες, οι = είδος λουκουμάδων, οι τηγανίτες
~ λάμια, η = δράκαινα ανθρωποφάγος, στρίγγλα
~ λαμπίκου = πολύ καθαρά, αστραφτερά
~ λαναρίζω = ξαίνω μαλλί με τα λανάρια
~ λαπάντι, το = το καθαρό, το γνήσιο
~ λαρμανίζω = ταλαιπωρώ, κάνω κάποιον ότι θέλω, τον κακομεταχειρίζομαι
~ λατανάω = θηλάζω τα αρνοκάτσικα σε άλλες μανάδες που δεν αρμέχτηκαν
~ λαφτακάω = λεηλατώ
~ λεβέτι, το = μεγάλο δοχείο υγρών από χαλκό, το καζάνι
~ λεημόνι, το = το λεμόνι
~ λειριασμένος, η, ο = μτφ. ο μαραμένος
~ λεμές, ο = άνθρωπος κατώτερης στάθμης, κάθαρμα, παλιάνθρωπος
~ λέσι το = το ψοφίμι
~ λεσιάρα, η = το γιδοπρόβατο με πολύ πυκνά μαλλιά και βρωμιά
~ λεφούσι, το = το πολύ πυκνό πλήθος από ανθρώπους ή ζώα
~ λεχρίτης, ο = ο βρωμιάρης και ρακένδυτος άνθρωπος
~ λεχωνούδι, το = το μόλις γεννημένο βρέφος
~ λησμονάω = ξεχνώ
~ λιάρτζα, η = είδος πουλιού που κοιτά κατά τον ήλιο όταν κάθεται
~ λιάρος, ο = ο παρδαλός, ο πλουμιστός, ο άσπρος και μαύρος
~ λιθαροπάτι = τραύμα στην πατούσα, στο πέλμα του ποδιού
~ λιμαντέρα η = η μεγάλη, η βασανιστική πείνα
~ λιμοτάγαρο, το = μτφ ο πειναλέος, ο ζητιάνος περιφρονητικά
~ λίμπα, η = μεγάλο πήλινο δοχείο, μτφ ο πλημμυρισμένος νερά
~ λιμπί, το = το ροϊ, το δοχείο αποθήκευσης του λαδιού
~ λιμπίζουμαι = επιθυμώ πολύ, λαχταρώ
~ λιοκρίζει = (το φεγγάρι) είναι σαν ήλιος, η πανσέληνος
~ λιοντίρι το = μικρό ερπετό όμοιο με τη σαύρα, το σαμιαμίδι
~ λιτρίβα, η = κυλινδρική πέτρα που αλέθουν τις ελιές ή κόβουν αλάτι κλπ
~ λιχνάω = ξεχωρίζω το σιτάρι από το άχυρο με τη βοήθεια του αέρα
~ λογγιά η = δασώδης έκταση
~ λόζος, ο = θολωτό κτίσμα, ο χώρος όπου στεγάζεται το γουρούνι
~ λόπια, τα = είδος φασολιών
~ λόρδα, η = η πείνα
~ λούζα, η = δέντρο με πυκνό φύλλωμα που προστατεύει απ' τη βροχή
~ λουμάκι, το = το ευθυτενές, λείο και τρυφερό βλαστάρι ενός φυτού
~ λούμπα, η = η λακκούβα με σκοτεινά ή θολά νερά
~ λουμπούσι, το = ο κωνοειδής καρπός, το στάχυ του καλαμποκιού
~ λουμώνω = κρύβομαι και σιωπώ συστελόμενος
~ λούρα, η = η βέργα, η υγρή ατμόσφαιρα
~ λυγιά, η = η λυγαριά
~ λυγερή, η = κόρη λεπτή, ψηλή, ευκίνητη, κομψή
~ λυκοφάγωμα, το = το δαγκωμένο από λύκο ζώο, μτφ το πολύ σκληρό και ατίθασο
~ λυκοφαμελιά, η = μτφ η μεγάλη οικογένεια που δε χορταίνει ούτε το ψωμί
~ λυκώνω = διαπερνώ
~ λυσσιακό, το = το στοιχείο της λύσσας, η λύσσα
~ λυχνοστάτης ο = σανίδα απ'όπου κρεμούσαν το λυχνάρι
~ λοβός, ο = ο ελαττωματικός, ο καχεκτικός, ο αδύνατος
Λαγίνα
Λαγκεύει
Λαγκουνίζει
Λακάω
Λακές
Λάκος, αργαλειός
Λακριντί
Λάμια (τίτλος ομορφιάς απο τη διάσημη εταίρα)
Λάντζα κουζίνας
Λάντζα πηγαδιού με αντίβαρο και μπουγέλο
Λατανάω
Λαφτακάω
Λαφτάκω πολυλογού
Λεκές
Λέτσος
Λιγουριάζω (ζαλάδα, στομαχικό στρες από ανούσια πολυλογία)
Λιολιόνι
Λοβιτούρα MY
Λότζα καλυβάκι
Λούκι (από το καλαμπόκι)
Λούκι (αγωγός, σωλήνα)
Λουμάκι, λουμακερό
Λουμπρούκι ΓΕ
Λουμώνω, λουμωχτός
Λουντρέκι
Λούτσα
Λυσακά, έφαγε τα λυσακά του
Λωλός. Λολωμένος
*** Μ΄
~ μαγάρα, η = η ακαθαρσία, το σκατό
~ μαγαρισμένος, η, ο = ο ανήθικος, ο αρνησίθρησκος
~ μάγκανα, τα = τα μαλώματα, οι τσακωμοί, οι φιλονικίες
~ μαγκούφης, ο = ο μοναχικός, ο έρημος, ο μόνος στον κόσμο
~ μαγκούρα η =
~ μαδός, η ο = ο μαλακός, η ψίχα του ψωμιού
~ μαέρεμα, το = το μαγέρεμα, το φαγητό
~ μάζεψη, η = η συνάθροιση, η συγκέντρωση
~ μαζούκλα, η = σωρός τροφής, απόθεμα
~ μαηδέ = μηδέ
~ μαθές = βέβαια, φυσικά
~ μακεδονήσι, το = ο μαϊντανός
~ μάκια,τα = χαϊδευτικά τα φιλιά
~ μακρυσκοινίζω = προσθέτω σχοινί ώστε να βοσκάει μακριά το δεμένο ζώο
~ μαλαγάνης, ο = ο διπλωμάτης, ο δικολάβος, κατά μία έννοια ο κόλακας
~ μαλέτσικο, το = το παιδάκι
~ μαλίνα, η = η αρρώστια, το κρυολόγημα
~ μάμα, η = το στομάχι της κότας
~ μανάρι, το = το θρεφτάρι
~ μαναστήρι, το = το μοναστήρι
~ μαναστηριακό ,το = το μοναχικό, το έρημο.
~ μάνι μάνι = τώρα αμέσως
~ μανιάρα, η = το κλαδευτήρι
~ μανουσάκι, το = το κυκλάμινο
~ μάνταλο, το = σύρτης ασφαλείας
~ μαντάτο, το = το νέο, η είδηση
~ μάντζα, η = κομμάτι χώμα
~ μαντζουράνα η = είδος αρωματικού φυτού με θεραπευτικές ιδιότητες
~ μαντρί, το = περιφραγμένος χώρος όπου κλείνουν τα πρόβατα
~ μαραγκούλες. Τα ώριμα σύκα.
~ μαραγκιάζω = μαραίνομαι, ζαρώνω, καίγομαι από τον πάγο
~ μαράζι, το = ο μεγάλος καημός
~ μαραζωμένος, η, ο = ο ζαρωμένος από μεγάλο καημό, ο καχεκτικός ρ. μαραζώνω
~ μαραχουλάω = πιάνοντας κάτι το ρυπαίνω και αχρηστεύεται
~ μαριόλικο, το = το ναζιάρικο
~ μάρκαλος ο = το ξευγάρωμα των αιγοπροβάτων
~ μαρμάγκα, η = φαρμακερή, μεγαλόσωμη μαύρη αράχνη
~ μαρμάρα, η = το στείρο θηλυκό ζώο
~ μασιά, η = εργαλείο που χρησιμοποιείται στο τζάκι για τη φωτιά
~ μασκαντουράω = φτύνω για να μη βασκάνω-ματιάσω-κάτι που θαυμάζω
~ μασκαντούρης ο = ο όμορφος, ο επικίνδυνος να ματιαστεί
~ μασούρι, το = λεπτό κομμάτι από καλάμι όπου τυλίγουν επάνω νήμα ή γνέμα
~ μαστραπάς, ο = πήλινο, γυάλινο ή μεταλλικό δοχείο υγρών
~ μαστάρι, το = το βυζί επί ζώων συνήθως
~ μασώ, μάσω να = να μαζέψω
~ ματαράκι, το = μεγάλο χοντρό μάλλινο στρώμα όπου μέσα φυλάγουν κουβέρτες
~ ματιάζω = ρίχνω τη ματιά μου, το βλέμμα μου, μτφ βασκάνω
~ ματσούκι, το = το ρόπαλο, μτφ ο ξυλοδαρμός
~ ματσουλάω = σιγομασάω
~ μαυρόγειο, το = το χωράφι με μαύρο χώμα
~ μαυροτσούκαλος, ο = ο μαύρος σαν το τσουκάλι
~ μαχαλάς, ο = η γειτονιά
~ μαχιάς, ο = η κορυφή της στέγης
~ μαχμουρλής, ο = κακοδιάθετος, ο κακόκεφος ο μισοάρρωστος
~ μαχτός, ο = φαγητό για γουρούνια από αποφάγια
~ μεϊντάνι, το = το ξάγναντο, η πλατεία, η αγορά
~ μέλα η = είδος παράσιτου που φυτρώνει επάνω στα δέντρα όπως ο κισσός
~ μέλεγος ο = είδος άγριου δέντρου με λείο και εύκαμπτο κορμό
~ μελεούνι, το = αμέτρητο πλήθος
~ μελεύω = διατηρώ ,εξοικονομώ
~ μελιγκώνι, το = είδος μυρμηγκιού των δέντρων
~ μελιγκωνιάρης, ο = αυτός που έχει μελιγκώνια
~ μελίστρα η = χώρος κατάλληλος για τοποθέτηση κυψελών
~ μελιτάτη, η = η ευλογιά
~ μερελός, ο = ο τρελός
~ μερεμετάω = επιδιορθώνω στα γρήγορα, μτφ η σεξουαλική πράξη
~ μεριδοχάρτι, το = χαρτί από όπου ο παπάς διαβάζει και μνημονεύει τις ψυχές
~ μερμελητό, μερμέλημα = ο πόνος από το τσίμπημα σφήκας ή μέλισσας ρ. μερμελάει
~ μεροδούλι, το = το αντίτιμο μίας ημέρας δουλειάς
~ μερτικό, το = το μερίδιο
~ μεσσένια, η = η Μεσσηνία
~ μεσικά, τα = τα εντόσθια
~ μεσόκοπος, η, ο = αυτός που έχει φτάσει στη μέση κυρίως της ηλικίας του
~ μετερίζι, το = το οχύρωμα, η θέση μάχης
~ μέτσιος, ο = ο αφελής, το κορόιδο, ο κουτός
~ μητάρι, το = το νήμα που είναι τοποθετημένο επάνω στον αργαλειό
~ μιλιόρι, το = το χρονιάρικο αρνί
~ μιλιόρα η = η προβατίνα η πρωτόγεννη
~ μινέσκω = μένω
~ μινέτι = παράκληση, ικεσία
~ μισάντρα η = ο ξύλινος ή καλαμένιος τοίχος εσωτερικής διαρρύθμισης
~ μισεύω = ξενιτεύομαι, φεύγω στα ξένα
~ μισιακός, η, ο = κάτι που μοιράζεσαι με κάποιον άλλον
~ μισογόμι= το πρόσθετο φορτίο ανάμεσα στα δυό φορτία στο σαμάρι
~ μισοφόρι, το = εσωτερικό γυναικείο ένδυμα
~ μισοχώρι, το = εσωτερικός τοίχος σπιτιού
~ μοιράδι, το = το μερτικό
~ μολεύω = μολύνω
~ μολογάω -ω = ομολογώ, συμφωνώ, διηγούμαι
~ μονά-ζυγά, τα = έριδες ,γκρίνια
~ μονοτάρικος, η, ο = μονοκόμματος
~ μορόζα, η = η γυναίκα που συζεί με άντρα αστεφάνωτη
~ μόσκος, ο = αρωματικό υγρό, κάθε δυνατή ευωδία
~ μοσχαναθρεμένος,η, ο = ο μεγαλωμένος με όλες τις ανέσεις και όλα τα καλά
~ μοτσιάρα, η = ο τόπος που είναι πάντοτε υγρός, η πρόστυχη γυναίκα
~ μουλί, το = μέρος του στομαχιού των ζώων
~ μούλικο, το = νόθο, εξώγαμο παιδί
~ μουλοχτός, ο = ο μαζεμένος, ζαρωμένος από φόβο η υστεροβουλία
~ μουνουχάω μουλουχάω = ευνουχίζω, κόβω τα αχαμνά
~ μουνούχος, ο = ο ευνούχος, αυτός που του έχουν κόψει τα αχαμνά
~ μούντζα, η =χειρονομία με ανοιχτή την παλάμη ρ.μουτζώνω
~ μουντζαλιά η = κηλίδα από μελάνι
~ μουντζούλι, το = το σπυρί από τσίμπημα ή από μόλυνση
~ μουρτσούλια = το χάραμα, μόλις αρχίσει να φέγγει
~ μουρχούτα, η = πήλινο δοχείο
~ μουσαφίρης, ο = ο φιλοξενούμενος
~ μούσκλια τα = παράσιτα που καλύπτουν τους κορμούς των δέντρων
~ μούσκλια, τα = βρυοειδείς πρασινάδες στα λιμνάζοντα νερά
~ Μούσκουρος η -ο = κατσίκα με γκρίζο τρίχωμα
~ μουσμουλεύω = περπατάω σκυφτός και ψάχνω κάτι
~ μουστερής, ο = ο πελάτης
~ μουστρίζω = λερώνω ιδίως όταν τρώω
~ μουτσουνιάζω = μουτρώνω, σκυθρωπάζω
~ μπαγλαρώνω = δένω πισθάγκωνα κάποιον
~ μπαζίνα, η = είδος ζυμαρικού της ώρας
~ μπαζώνω = κατασκευάζω τον πάτο ξύλινου δοχείου
~ μπαιζοβγαίνω = μπαινοβγαίνω
~ μπαϊλντίζω = βαριεστώ
~ μπάκα, η = η κοιλιά
~ μπακανιάρης, α, ικο = αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά
~ μπακίρια, τα = τα σκεύη της κουζίνας που είναι από χαλκό
~ μπαλιος, ο = ο κατάμαυρος με μια άσπρη βούλα στο κούτελο
~ μπαλκόνι, το = η βεράντα
~ μπαλντούμια, τα = τα λουριά που δένουν το σαμάρι επάνω στον γάιδαρο
~ μπάμπαλα, τα = τα κουρέλια
~ μπαντανία, η = μάλλινο υφαντό κλινοσκέπασμα
~ μπαξές, ο = ο κήπος
~ μπάρα - μπάρα = ακατάσχετη λογοδιάρροια , βαρ - βαρ κατά την αρχαιότητα
~ μπαράκι, το = το νόθο, το εξώγαμο παιδί
~ μπαρέζι, το = μεταξωτό κάλυμμα της κεφαλής
~ μπαρμπαλοδένομαι = κουκουλώνω το κεφάλι μου με διάφορα μαντίλια που τα δένω
~ μπαρμπαλώνομαι = κουκουλώνομαι
~ μπάστακας, ο = μτφ.εκείνος που μένει ενοχλητικά ασάλευτος
~ μπαταλιακός, ια, ο = το ρημαδιακό
~ μπαχαλός ο = ο χαζός
~ μπεκόνι, το = τράγος καλοθρεμμένος
~ μπελάς, ο = η δύσκολη κατάσταση
~ μπελεγρίνια τα = τα αρχίδια
~ μπελερίνα, η = το σάλι
~ μπελεσιά, η = είδος σχιστολιθικού πετρώματος
~ Μπέλιτσος α -ο = το πρόβατο που είναι κάτασπρο στο μουσούδι
~ μπερλίνα η = υδρόβιο φυτό
~ μπερντάχι, το = ο ξυλοδαρμός
~ μπερσίμι το = η στριμμένη κλωστή
~ μπεσίκι. Φορητή κούνια για μωρά. Δύο ξύλα 70 πόντων και ύφασμα.
~ μπιζεύλι, ,το = σιδερένια βέργα που συμπληρώνει τη ζεύλα του ζυγού
~ μπινάς,ο = ο τοίχος
~ μπλεζενιά. Το καρπούζι.
~ μπινιάρης, α, ικο = ο δίδυμος
~ μπιρμπάντης, ο = ο παιχνιδιάρης, ο ζωηρός
~ μπιρμπιλομάτα, η = η γυναίκα με τα παιχνιδιάρικα μάτια
~ μπιστός, η, ο = ο έμπιστος
~ μπιτ = ολότελα
~ μπιχλιμπίδια τα = μικροκατασκευάσματα,κοσμήματα κυρίως για παιδιά
~ μπλάστης ο = κυλινδρικό ξύλο με το οποίο απλώνουν το φύλο από ζυμάρι
~ μπλιό = πλέον
~ μπογάνα, η = η γάστρα, πήλινο ταψί με σκέπασμα που το χώνουν στη χόβολη
~ μπόζα, η = στάση κακιωμένου
~ μπόλια, η = η πετσέτα
~ μπολιάρης, -α, -ικο = αυτός που γυρίζει μέσα στους δρόμους και τις πόρτες
~ μπόλκα, η = η ζακέτα
~ μπομπόλι, το = μεγάλο μαύρο σαλιγκάρι
~ μπονώρα = πολύ πρωί, το λυκαυγές
~ μποξάς, ο = ένδυμα εξωτερικό χωρίς μανίκια
~ μπόρα, η = η ξαφνική βροχή
~ μποστάνι, το = περιβόλι με οπωροκηπευτικά
~ μποτσίκι το = η άγρια κρεμμύδα
~ μπουγεύομαι = παίζω κάπως άγαρμπα με κάτι
~ μπουγιουρντί ,το = έγγραφο επιτιμητικό
~ μπουζουριάζω = κλείνω στη φυλακή, τρώω λαίμαργα
~ μπουκούνι το = μία γερή μπουκιά
~ μπουλαμάς, ο = το φιλοδώρημα
~ μπούλμπερη, η = η μπαρούτη
~ μπουλούκι, το = ασύνταχτο πλήθος ανθρώπων ή ζώων
~ μπουλουμιά η = ο κορμός από ξεραμένο ποώδες φυτό αγκάθι, καλοκαίρα κλπ
~ μπουρλιάζω = περνάω την κλωστή
~ μπουρμπούλι, το = το βραστό κρέας
~ μπουρμπουλίθρα η = φουσκάλα από αέρα επάνω στο νερό
~ μπούρμπουνας ο = σκαθάρι που ζεί από τις ακαθαρσίες των ζώων
~ μπουρμπούτσελο το = το άγουρο κορόμηλο
~ μπουσουλάω = κινούμαι με τα τέσσερα, κυρίως για παιδάκια
~ Μπουχάω - μπουχίζω = καταβρέχω με κάποιο υγρό
~ μπουχός, ο = η σκόνη από χώμα
~ μπόχα, η = η κακοσμία, η βρώμα
~ μπράσκα η = είδος βατράχου που βγαίνει στους δρόμους
~ μπρίκι το = μεταλλικό κανάτι που πίνουν νερό ή κρασί
~ μπρίσκαλο το = το άγουρο σύκο
~ μπρούκλης, ο = ο ξενητεμένος που επιστρέφοντας φέρνει μεγάλη περιουσία
~ μπρασκαφούτα. Μεγάλος βάτραχος, ο φρύνος. Το λένε και για βρισιά.
~ μπόλια, η = το περιτόναιο, χειρομάντηλο κάτι σαν πετσέτα ή σφουγγόπανο
~ μωρ'γιάρανη = μωρή μαύρη, κακομοίρα
~ μωροζώντανος, η, ο = ο μισοζώντανος
~ μωρώνω = παρηγορώ το μωρό
~ μώκος, ο = ο βλάκας, ο άλαλος
Μαγερεματίλας, μαγέρεμα (ζαρζαβατικά)
Μαγκάνι (μαγκανοπήγαδο)
Μάγκλαβι
Μαγκούφι
Μαζιά
Μαλοβράσι, τσακωμός με εγκλήματα
Μάμα, Κάλιο η μάμα μου, πέρι η μάνα μου!!
Μαμουκαλιά
Μαμούκαλος
Μανίκι, το μανίκι
Μανίκι, μεγάλη δυσκολία (αυτό είναι μανίκι)
Μαντράχαλος
Μάπα 1 ΣΣ
Μάπα 2 ΣΣ
Μάρα μου
Μαργώνω
Μαρκάλημα
Μαρμάκιασε
Μαρτίνια
Μάτα, ξανά
Ματζέτι
Ματσούκι
Μαχαλάς
Μαχιάς
Μελεύει (δε μελεύει) ΠΠ
Μενίδες
Μεράκι, μερακλωμένος
Μέργια, μέργιασε
Μερεμέτι
Μεσάντρα
Μιρμιλάει
Μισογόμι
Μολαίμικος
Μονάντερος ΡΧ
Μόρτης, μόρτικο
Μοσκιός
Μόσχος (ευχή για να γίνει καλό το κρασί)
Μουιζντέδες
Μούργος
Μουρσιάζομαι ρουφάω τη μύξα μου
Μουρσίλω
Μουσαφίρης, μουσαφιρλίκια
Μούσγα
Μουσκλωμένος
Μουστερήδες
Μουστρήθηκε. Μουστρούφω
Μουχλέτι
Μπαγλάμι, ροχάλα μτφ στενοχώρια
Μπαζιέκλω
Μπαζουνιά
Μπαίρι
Μπάκα
Μπακακίνα
Μπαλασουράνα
Μπάλλος
Μπαλντούμι
Μπαντανία
Μπάρτσα ΜΚ (Μπάρτσα γίδα μπότσα γάλα)
Μπασαράς (αρρώστια της ντομάτας)
Μπάστακας
Mπεδιαβά, (Μαργάνης Μπάστα)(χωράφια ελεύθερα χωρίς ενοίκιο)
Μπελαβέρι
Μπελενάδα, μπελενά
Μπελερίνα, μπελαρίνα
Μπελεχώνια ΓΚ
Μπερντάκι μπερντάχι
Μπεσίκι
Μπινάς
Μπινιάρικα
Μπιρμπίλης, μπιρμπιλωτός
Μπιτι
Μπιχλιμπίδι
Μπλάνα
Μπλεζενιά (καρπούζι)
Μπρουστούρα, μπλουστούρι ΝΚ
Μπόλια (κατσικιού, αρνιού)
Μπόλια, ρούχο
Μπόμπολα (φύλλα και κλαδάκια ελιάς)
Μπορμπόλια, χαβιόλια ΓΣ
Μπορτσουλάνα
Μπότσα
Μποχλιάβω
Μπουγέλος
Μπουγιουρντί ΒΚ
Μπούζι = κρύο , μπουζί μηχανής
Μπουζντουγάνι
Μουργέλα
Μούργος
Μπούρδα, ανοησία
Μπούρδα, σακί μεγάλου μεγέθους
Μπουρλιάζω (την κλωστή στη βελόνα)
Μπουρμπούτσαλα
Μπουρούζι
Μπουχός, μπουχεύω
Μώκος
*** Ν΄
~ νάκα, η = κούνια δερμάτινη για τη μεταφορά του μωρού
~ νεραϊδοπαρμένος, ο = ο ελαφροϊσκιωτος, αυτόν που πήραν οι νεράϊδες υποτίθεται
~ νεροκαϊλα, η = ανυπόφορη δίψα
~ νετάρω = αποτελειώνω, αποπερατώνω, ξεκαθαρίζω
~ νισάφι πιά = φτάνει πιά
~ νησί, το = παραποτάμιος περιοχή με πυκνή βλάστηση
~ νητερέσιο, το = επαγγελματική σχέση, δοσοληψία
~ νίλα, η = η συμφορά , η καταστροφή
~ νιογάμπρια, τα = το νιόπαντρο ζευγάρι
~ νισάφι, το = το έλεος
~ νογάω = εννοώ
~ νομάτοι οι = άτομα, πρόσωπα
~ νούκος, ο = χαζός, βραδύνους, μτφ ο κακός μαθητής
~ νουρά,η = η ουρά
~ ντάβανος ο = ο σκούρκος, είδος εντόμου
~ νταβαντούρι, το = η φασαρία , ο θόρυβος
~ νταβάς, ο = μικρό πήλινο ή χάλκινο ταψί
~ νταγιαντώ = αντέχω, ανέχομαι, υπομένω
~ ντάκος, ο = το υποστήριγμα
~ ντάλα, η = το κορύφωμα,
~ νταλαμεσήμερο, το = το καταμεσήμερο, όταν ο ήλιος μεσουρανεί
~ νταλιάνικα. Σημαίνει δυνατά .προέρχεται από την λέξη νταλιάνης αλβανική; που θα πει ανδρείος
~ νταλκάς, ο = η καψούρα, η ψυχική φουρτούνα, η αναστάτωση
~ ντάμι, το = σπίτι χωρίς μεσοτοιχία
~ νταμαχιάρης, ο = ο δουλευταράς
~ νταμιζάνα, η = μεγάλο γυάλινο μπουκάλι με περίβλημα από ψαθί πλεγμένο
~ νταμπουράς, ο = μικρό έγχορδο μουσικό όργανο
~ ντάνα, η = σειρά κανονική από όμοια πράγματα
~ νταραβέρι, το = επαγγελματική σχέση
~ ντεγνέκι το = το ξύλο, ο ξυλοδαρμός
~ ντελμάνι, το = η είδηση, το νέο, το μαντάτο
~ ντερβίσης, ο = ο θαρραλέος, ο λεβέντης
~ ντερέκι, το = ο πολύ ψηλός
~ ντέρτι, το = ο μεγάλος καημός, κατά μία έννοια το μεγάλο παράπονο
~ ντζερεφός, -η, -ο = ο αδύνατος
~ ντορβάς, ο = ταγάρι με το οποίο ταϊζουν τα ζώα καρπό
~ ντορής, ο = το κοκκινοτρίχικο άλογο
~ ντορός, ο = ίχνος, πατημασιά, οσμή
~ ντουβάρι, το = ο τοίχος
~ ντουράκος, μικρό χτιστό κάθισμα
~ ντουβλούκι το = ο αγράμματος, ο άξεστος
~ ντουνιάς, ο = όλος ο κόσμος
~ ντουσέκι, το = το στρώμα
~ νυφίτσα, η = η βερβερίτσα
Νάζι, ναζιάρα
Νάκα
Νιάκαρο
Νιτερέσιο
Νιφάδες (Ζευς νίφει)
Νογάω σκέπτομαι ΒΚ
Ντάβανος, νταβώνας
Ντάλα μεσημέρι, ντάλα καλοκαίρι
Νταμιλάς, ταμπλάς (damla σταγώνα)
Νταρντάνα
Ντεβεκέλης
Ντερέκι
Ντερλίκώνω, ομαι
Ντερμπεντέρης
Ντεχενές, του Ντεχενέ το ρέμμα
Νόμπαρυχόμ
Νόμου (δός μου)
Ντουβαλίδι ΓΣ
Ντουμούζω αγελάδα DP
Ντουγρού
Νταβλαράς
Ντάκος, τάκος
Νταμαχιάρης
Ντζιώρας
Ντορβάς
Ντρίλια
*** Ξ΄
~ ξάγι,το = τα αλεστικά του μυλωνά σε είδος
~ ξάγναντο, το = το ξέφωτο
~ ξαγουσεύω = ξεκουράζομαι
~ ξαιθαλίζω = ανασκαλίζω τη φωτιά να φύγει η στάχτη
~ ξεβραχιολίζουμαι = σηκώνω ψηλά τα μανίκια μου
~ ξεγερεύω = αναλαμβάνω στην υγεία μου μετά από κάποια αρρώστια
~ ξεγιαλίζω = αλλάζω τρίχωμα μτφ γερεύω, παχαίνω
~ ξεγκοφιάζουμαι = εξαρθρώνω το γοφό μου
~ ξεδραγκώνω = ξεπιάνουμαι
~ ξέδομα το = το ξεσκότισμα του νου
~ ξεζαλώνω = ξεφορτώνω κάποιον
~ ξεθερμίζω = ξεπλένω με ζεστό νερό
~ ξεκλωνισμένα,τα = αυτά που έσπασαν ή κόπηκαν τα κλαδιά τους
~ ξεκουμπίζουμαι = φεύγω κακήν κακώς
~ ξεκωλωμένη,η = βαριά βρισιά, λέγεται όμως με αφέλεια
~ ξεκωλώνω = ξεριζώνω
~ ξελακκώνω = βγάζω το χώμα γύρω από τη ρίζα δέντρου
~ ξέλαση, η = η ελεύθερη χωρίς πληρωμή εργασία
~ ξελάστρα,η = το ξέφραγο το ελεύθερο χωράφι
~ ξελημεριάζω = περνάω όλη τη μέρα μου
~ ξελόντζα,η = υπόστεγο από κλαδιά που στεγάζουν πρόβατα
~ ξεμπροστοάζω = αποκαλύπτω κάποιον σε αντιπαράθεση με κάποιον άλλον
~ ξένα,τα = η ξενιτιά
~ ξενηστηκωμάρα,η = η πείνα
~ ξεντρουλιαίνω = τρελαίνω με το θόρυβο κάποιον
~ ξεπεζεύω = ξεκαβαλικεύω
~ ξεπεταρούδι,το = το πουλί που μόλις πέταξε από τη φωλιά του
~ ξερογιάζει = του φεύγουν οι ρόγες
~ ξεροσταλίζω = στέκομαι περιμένοντας κάποιον με αγωνία
~ ξερός,η ,ο = πεθαμένος
~ ξεροτοιχιά,η = τοίχος με πέτρες χωρίς λάσπη
~ ξεροφάϊ,το = ξηρά τροφή
~ ξέσκουρα = επιπόλαια
~ ξεσυνέρια,η = η άμιλλα, ο ανταγωνισμός
~ ξέφερση, η = δυστυχία, περάτωση
~ ξεχλιένω = ανακουφίζομαι, ξεσκοτίζομαι
~ ξέχυσμα, το = το εξάνθημα που βγαίνει στα χείλη μετά από πυρετό
~ ξόβεργα, η = παγίδας για πουλιά
~ ξόμπλι το = η συκοφαντία, το κουτσομπολιό
~ ξομπλιάζω = κουτσομπολεύω , συκοφαντώ
~ ξυαρίζω = καθαρίζω κάτι ξύνοντας
~ ξυλοκαρπιά, η = ευφορία, καλή σοδειά από δέντρα
~ ξυστρί το = εργαλείο με το οποίο έβγαζαν την τρίχα των αλόγων
~ ξέρα ,η = η ανομβρία αναβροχιά
Ξάντισε
Ξείγγλωτος
Ξελάγγουρο, μικρό άγουρο όψιμο πεπονάκι
Ξεπαντούρισμα
Ξεπίτησα (από την πείνα)
Ξεπλεχούτα
Ξεσπινίζω ΜΜ ΓΣ
Ξετζανισμένος
Ξεφλουμπαίρνω ΣΣ
Ξεχαρβάλωμα
Ξεχλιαίνω ΠΠ
Ξιαρίζω ΓΣ
Ξυλοκατσούλα ΒΚ
Ξωλόντζα αγροτική λόντζα
*** Ο ΄
~ όγοιος = όποιος
~ οκνίτσα η = η τρύπα απ' όπου ρίχνουν το κρασί μέσα στο βαγένι
~ ολοντρόϋρα = γύρω - γύρω
~ ολούθε = παντού
~ οργιά,η = μονάδα μετρήσεως μηκών
~ ορίζω = διατάζω
~ οσχωρέσ'τους = θεέ συχώρεσε τους
~ οχιάλλο = επιφ. λύπης,πόνου για αποτροπή άλλου κακού
~ όχτος,ο = χωμάτινο φυσικό αντέρεισμα
~ οχτρός,ο = ο εχθρός
~ Ογλήγορα, = γρήγορα
~ Ότσιος
~ Οχιάλλο
*** Π ΄
~ παγάδιασε = πέρασε, ελαττώθηκε (ο πονος)
~ παγανά, τα = καλικάντζαροι, δαιμονικά, τα ποντίκια
~ παγανιά, η = καταδιωκτικό απόσπασμα που σκόρπιο ανιχνεύει
~ παιδοκομάω = γεννάω παιδί, φροντίζω, περιποιούμαι παιδί
~ πάκια, τα = τα νεφρά
~ παλαμίζω = ορκίζομαι, βάζω το χέρι στο ευαγγέλιο
~ παλατάρι το = μακρύ και χονδρό ξύλο για στήριγμα
~ παλούκι το = ο πάσσαλος
~ παμπώνω = εξαπατώ, ξεγελώ
~ παναίριος, α,ο = εκλεκτός, εξαιρετικός, ωραίος
~ πανηγιάρι, το = η σφραγίδα που βάζουν στα πρόσφορα
~ παντέρμος, η,ο = ο έρημος, ο μόνος
~ πανώρια, η = η πολύ ωραία
~ πάπαλο το = ο αγαθός μέχρι ανοησίας
~ παπαρούντα, η = η παπαρούνα
~ παπορίσιος, α,ο = μτφ. αυτός που πωλείται σε πολύ μεγάλη τιμή
~ παράγαλος ο = αρρώστια αιγοπροβάτων
~ παραγώνι, το = ο χώρος γύρω από τη φωτογωνιά
~ παράδες, οι = τα χρήματα
~ παραθάρρια = η αλόγιστη εμπιστοσύνη
~ παρακά = λίγο πιο κάτω
~ παραλογάω = παραληρώ
~ παραλοϊζω = χάνω το νου μου
~ παραμουτσεύομαι= δοκιμάζω κάποιο φαγητό χωρίς όρεξη
~ παραπόρτι το = βοηθητική μικρή πορτούλα συνήθως μυστική
~ παραπούλια,το = τα παραβλάσταρα στα λάχανα
~ παρασάνταλος,η,ο = αυτός που δεν έχει τάξη και συνέπεια στο φέρσιμό του
~ πάργιωρα = παράωρα, πρίν τα μεσάνυχτα
~ παργιωρίτες,οι = μπαμπούλες που τρόμαζαν τα παιδιά
~ παρδαλή,η = ποικιλόχρωμη, η γυναίκα ελαφρών ηθών
~ παρλιακός,η,ο = ο ακαταλόγιστος, ο ανισόρροπος
~ πάρτη,η = το μερίδιο
~ παράσημος,η,ο = ο σακάτης, ο άνθρωπος με ειδικές ανάγκες
~ πασπάλα,η = η λεπτή σκόνη που επικάθεται
~ πάστα η = ο ντοματοπολτός
~ παστρικός,ια,ο = ο καθαρός, η γυναίκα ελαφρών ηθών
~ παταλιά = μεταφορά ανθρώπου από τέσσερις άλλους
~ παταλιακός,ια,ο = άχαρος, παράλυτος
~ πάτερα τα = ξύλινα δοκάρια που τα χρησιμοποιούν για να πατούν
~ πατικώνω = συμπιέζω
~ πατιρντί,το = φασαρία, θόρυβος, αναστάτωση
~ πατουλιά,η = συστάδα από θάμνους
~ πάφτωχος,η,ο = ο πολύ φτωχός
~ πάχνη,η = η πρωινή δροσιά
~ παχνί,το = ξύλινο κουτί μέσα στο οποίο τρώνε τα ζώα
~ παχνιάζω = βάζω φαγητό κυρίως σανό στα ζώα
~ παϊρι, το = δύναμη, βία, τσαμπουκάς
~ πεδούκλι,το = σχοινί με το οποίο δένουν τα πόδια ζώου για να μη φεύγει
~ πεζούλα,η = μανδρότοιχος, ξερολιθιά
~ πελεκούδα η = κομμάτι ξύλου που πετάγεται από το πελέκημα
~ πεντάρφανος,η,ο = αυτός που δεν έχει κανένα στον κόσμο
~ περγιορίζω = περιορίζω, συμμαζεύω
~ περίδρομος ο = το χείλος του πιάτου, μτφ πολυφαγία
~ περικοπό,το = σύντομο και ευθύ μονοπάτι
~ περικοπά = από σύντομη και ευθεία διαδρομή
~ περονιάζει = διαπερνά
~ περόνι,το = το καρφί
~ πεσιάδες οι = τα πεσμένα κάτω απ' το δέντρο φρούτα
~ πεσκέσι,το = δώρα με φαγώσιμα κυρίως
~ πεσκίρι,το = πετσέτα φαγητού
~ πηλάλα,η = η τρεχάλα
~ πηλάλι = τρέχοντας
~ πίκρα,η = λύπη, οδύνη, θάνατος
~ πικραλίθρα η = είδος αγριόχορτου
~ πικρομηλιαρίθρα η = είδος αγρόχορτου
~ πίνος,ο = η βρωμιά των μαλλιών των προβάτων
~ πινόμι,το = το παρατσούκλι
~ πιτάκι,το = τα σκουλήκια που πιάνει το τυρί
~ πλαενά = πέρα πέρα, τριγύρω δω, παραπέρα
~ πλακολίθρα,η = μεγάλη πέτρινη πλάκα
~ πλάκος ο = η πέτρα, το λιθάρι, η πλάκα
~ πλανεύω = ξεγελάω
~ πλαντάζω = ταράζομαι από θυμό
~ πλαστήρι,το = ξύλινη τάβλα που πάνω της πλάθουν το ψωμί
~ πλατσιουράω = τσαλαβουτάω στα νερά
~ πλεύρος ο = ένα σακί γεμάτο
~ πλιάτσικο,το = η λεηλασία μετά τη μάχη, γενικώς η κλεψιά
~ πλιατσικολόγος,ο = ο λεηλάτης, ο κλέφτης
~ πλουμί,το = το στολίδι, σχέδιο κεντητό ή ζωγραφιστό
~ πλοχεριά,η = το κοίλωμα του χεριού, η χούφτα
~ πλίθρα,η = πλίνθος, χωμάτινος κύβος που χρησιμεύει για χτίσιμο
~ ποδάγρα,η = αρρώστια που "πιάνονται"τα κάτω άκρα
~ ποδεμή,η = τα υποδήματα, τα παπούτσια
~ ποδόλυσσα η = αρρώστια των σκύλων
~ ποδοστάτησε = στάθηκε στα πόδια του το νεογέννητο
~ ποδοστατώ = στέκομαι στα πόδια μου μετά από αρρώστια
~ πολήμι,το = δεξαμενή μπροστά από το ληνό για τη συλλογή του μούστου
~ πολυκόμπι το = είδος αγριοχόρταρου
~ πολυρίζι το = είδος αγριόχορτου
~ πολυτρίχι το = είδος αγριοχόρταρου
~ πολυφάδι,το = μικρό, μισοτελειωμένο κομμάτι σαπούνι
~ πολυώρα = προηγουμένως, πριν από αρκετή ώρα
~ πονοιάζουμαι = περνάει απ' το μυαλό μου κάποια υπόνοια
~ ποργιά,η = το πέρασμα
~ πορδάλα,η = είδος μυρμηγκιών που ζούν κυρίως στα δέντρα
~ πόστο,το = καίρια θέση
~ πουγκί,το = σακούλα για λεφτά, η περιουσία γενικά
~ πουρναροβέλια τα = βελανίδια από πουρνάρι
~ πουρνό,το = το πρωί
~ προβέντζα,η = τα πρωινά σύννεφα στην ανατολή
~ πρεμούρα,η = η βιασύνη να τελειώσει κάποια δουλειά γρήγορα
~ πριάλλη,η = η μεθεπόμενη ημέρα
~ πριόβολος,ο = μηχανισμός με τον οποίο ανάβουν φωτιά
~ προβυζαίνω = υποβοηθώ τα μικρά αρνοκάτσικα να βυζάξουν
~ πρόγκα,η = εξάρτημα του αλετριού
~ πρόγκος,ο = αιφνιδιασμός με τροπή σε φυγή
~ προσανάβω = τη φωτιά χρησιμοποιώντας κάτι εύφλεκτο
~ προσμπούκι,το = λίγες μπουκιές πριν το κυρίως φαγητό
~ προσφάϊ,το = τρώγεται μαζί με το ψωμί
~ πρωτολούδι το = ο πρώτος ωριμασμένος καρπός
~ πυράφι,το = ξύλινη σφήνα που κλείνουν την τρύπα στο βαένι
~ πυρομάχος,ο = το πίσω μέρος της εστίας στο τζάκι
~ πυροστιά,η = τρίποδας που μπαίνει πάνω στην εστία
Παίδα, σανίδα ΑΚ
Παλιοβορός
Πασούμια
Παστρέψου
Παταγούδι, πεταγούδι
Παταλιά
Πατικώνω MY
Παχνί, παχνιάζω
Πεζούλι
Πετσιόνα
Πηλάλα
Πισωκάπλα (στο γάιδαρο)
Περδουκλώνω
Περίδρομος
Περόνιασε
Πέτσωσα, την πέτσωσα ΠΠ
Πισκίρι
Πιγκωμένος
Πλακοπαίδα (από φραγκοσκιά)
Πλιά, και πιλιά
Πλύμα
Ποδεμένος
Πόπη (έγινε της Π....)
Πότζι (μέσα φωτιά και πότζι) ΠΠ
Πούμωμα ΓΣ
Πούντιασμα, πούντα
Πούντος, που είναι αυτός
Πούργι
Πουρπουράει
Πόσχια, πέσανε τα πόσχια κοντεύει να νυχτώσει VM
Πούσια
Πραγαλιά
Πρίσκαλα
Πρόβνες
Πυρομάχος, ΚΑρ
Πυρπυρήσαμε
*** Ρ΄
~ ραμόλι,το = ο γεροξούρας, ο γεροξεκούτης
~ ράσινο = μάλλινο
~ ρεκαλίζω = κλαίω δυνατά με κοπετούς
~ ρεκοντιά η = ποώδες αγριόχορτο
~ ρεντζουλάω = αφήνω να τρέχουν απρόσεχτα σταλαγματιές
~ ρέχτι,το = εκεί που τρέχουν τα νερά από τα κεραμίδια
~ ριζάφτι το = η ρίζα του αφτιού
~ ριζικό,το = το πεπρωμένο
~ ροβολάω = κατηφορίζω
~ ρόγα,η = ο μισθός
~ ροδάνι,το = το εργαλείο που καλαμίζει το νήμα στην ανέμη
~ ροϊδίκι,το = το ραδίκι
~ ροκώνω = βουλώνω τις τρύπες του βαρελιού για να μη τρέχει
~ ροσόλι,το = άνοστο ρόφημα
~ ρούγα,η = η γειτονιά, ο πλατύς δρόμος
~ ρούντζα = κατήφεια, μούτρωμα
~ ρουπάκι,το = ο τρυφερός βλαστός της βελανιδιάς
~ ρουπώνω = τρώγω μάλλον λαίμαργα
~ ρούσος,ο = ο ξανθός
~ ρέγουλα,η = με το μέτρο, μέτρια
Ρεμπέτ ασκέρι
Ρεντίκουλο
Ρέταλα
Ρέτσελο
Ρετζουλάει, ρετζούλισμα
Ρέφουλας
Ριζέλα
Ροβόληκε
Ρογκάβλω
Ρογκάτσικο
Ρογκίζω
Ρούγα...
Ρουκουλάω
Ρούπωσα, μισορούπωσα ΠΠ
*** Σ΄
~ σάβανο,το = το ύφασμα που τυλίγουν το νεκρό
~ σαϊκώνω = δένω γερά , εξασφαλίζω
~ σάϊσμα,το = υφαντό από τραγόμαλλο πάνω στο οποίο κοιμόντουσαν
~ σακκοτρούπι το = είδος αγριόχορτου του οποίου το στάχυ σκαλώνει στα σακιά
~ σαλαγάω = οδηγάω τα ζώα με φωνές
~ σαλβάρι,το = πλατιά βράκα, είδος πανταλονιού
~ σαλντικώνω = ξαποστέλλω
~ σάματις = σάμπως, μήπως
~ σάρα,η = τα σαρίδια, οι άχρηστοι άνθρωποι
~ σαρίδι το = το σκουπίδι
~ σάρωμα το = η σκούπα
~ σβάρνα,η = γεωργικό εργαλείο με το οποίο στρώνουν το οργωμένο χωράφι
~ σβουνιά,η = ξερή κοπριά ζώου, κυρίως βοδιού
~ σγαντζοπούρνια τα = θάμνοι από πουρνάρια
~ σγάρτσα,η = η βρώμα που καλύπτει κυρίως τους αστράγαλους
~ σγουρτζέλια. Υδρόβια φυτά με άρωμα σαν κάρδαμο με λίγο καυστική γεύση.
~ σγουριά,η = η σκουριά, η βρώμα , τα οξείδια των μετάλλων
~ σγούμπα,η = η καμπούρα
~ σεβντάς,ο = το ερωτικό πάθος
~ σειριά,η = η ράτσα, η γενιά, το σόι
~ σείσμα,το = κομψό κίνημα κατά το βάδισμα
~ σεκλέτι,το = η στενοχώρια
~ σέλα,η = το σαμάρι, η σαγή
~ σελέμης ο = ο λαίμαργος, ο φαταούλας
~ σέμπρος,ο = ο συνέταιρος κυρίως για τις γεωργικές εργασίες
~ σεντούκι,το = μπαούλο όπου φυλάσσονται πολύτιμα κοσμήματα ή χρήματα
~ σέπωμαι = σαπίζω
~ σεργιάνι,το = ο περίπατος, το χάζεμα της κίνησης του δρόμου
~ σεργούνι,το = το ρεζίλεμα, ο εξευτελισμός
~ σιαδώ , σιαδώθε = προς τα δω
~ σιαδώ,σιακεί = από εδώ, από εκεί
~ σιακάτ' , σιακάτου = προς τα κάτω
~ σιακεί = προς τα εκεί
~ σιάξε , σιάξου,έσιαξα = ταχτοποίησε, φτιάξε
~ σιαπάν' = προς τα επάνω
~ σιαπέρα = προς τα πέρα
~ σικαλιά,η = η καλαμιά από τη σίκαλη
~ σιμπάω = αναθάλω τη φωτιά
~ σιμπούκι το = το καλό και πολύ φαγητό για τα ζώα
~ σιούντελο το = ο αφελής, ο χαζός
~ σιουράω = σφυρίζω
~ σιτζίμι,το = λεπτό σφυχτόκλωνο και γερό σχοινί
~ σιφλογιάρης,α,ικο = ο βλογιοκομμένος
~ σκαλούνι,το = το σκαλοπάτι
~ σκαμπίλι,το = η σφαλιάρα, το χτύπημα με την παλάμη στο μάγουλο
~ σκαπετάω = περπατώντας χάνουμαι στον ορίζοντα
~ σκαρούδι,το = το ξεπεταρούδι, το πουλί που μόλις πέταξε από τη φωλιά του
~ σκαρφίζουμαι = επινοώ, μηχανεύουμαι
~ σκασίλα,η = σκάσιμο, βαθιά χαρακιά, η στενοχώρια σαρκαστικά
~ σκαφίδι,το = η σκάφη που ζυμώνουν το ψωμί
~ σκερβελές,ο = ο αχαϊρευτος, ο ανεπρόκοπος άνθρωπος
~ σκιαζάρι το = το σκιάχτρο
~ σκιάζουμαι = τρομάζω, φοβούμαι
~ σκλέπα,η = η επιδημία
~ σκλήθρα,η = λεπτότατη πελεκούδα ξύλου
~ σκολιάμπρια,τα = είδος χορταρικού με αγκάθια
~ σκόντος,ο = η έκπτωση στην τιμή
~ σκορδοκαϊλα (μου = ένδειξη μη ενδιαφέροντος για κάτι συγκεκριμένο
~ σκοτούρα,η = σκοτοδίνη, ζάλη μτφ πρόβλημα
~ σκουληκαντέρα,η = σκουλήκι της γης που μοιάζει με άντερο
~ σκουντουφλάω = σκοντάφτω
~ σκουράντζος,ο = η παστή ρέγκα
~ σκουρούχι το = άγριο φρούτο, κιτρινοκόκκινο όταν ωριμάσει, στυφό στη γεύση
~ σκουρουχιά η = άγριο οπωροφόρο δέντρο που φυτρώνει ελεύθερα στα δάση
~ σκουτί,το = το ένδυμα
~ σκρούμπος ο = ένας σβώλος από καμένο μαλλί
~ σκυλοκατούρι το = είδος βοτάνου με θεραπευτικές ιδιότητες
~ σμερδάκι,το = αερικό, φάντασμα που φόβιζαν τα παιδιά
~ σμερδός ο = ο μισός-μισός, ο νόθος, ο μπάσταρδος
~ σμερδάκια. Κακοποιά πνεύματα που τις νύχτες επιτίθενται σε ανθρώπους και ζώα. Θεωρούσαν ότι ήταν τα πνεύματα μικρών παιδιών προερχομένων εκ κλεψιγαμίας και τα είχαν πνίξει οι μάνες τους και τα έθαψαν κρυφά. Τον νόθο μερικές φορές τον έλεγαν και σμερδό.( να ερευνήσεις περισσότερο γι αυτά όπου μπορείς. Ενδιαφέρον.)
~ σοϊλίτικος,ο = αυτός που προέρχεται από σόι καλό, από καλή ράτσα
~ σοκάκι,το = στενός δρόμος συνοικίας
~ σούγελος,ο = το υδραγωγείο
~ σουλούπι,το = η εμφάνιση
~ σουρεκλεμέ,η = η διασυρμένη, ξεφτιλισμένη γυναίκα
~ σούρμα το = στενό πέρασμα, στενό μονοπατάκι
~ σουρτάρα η = ίχνος από σούρσιμο στο έδαφος
~ σούρτι,το = το χαλινάρι
~ σούσουρο,το = ο διασυρμός με την κακογλωσσιά, η κακολογία
~ σουχλί,το = το σουβλί
~ σπάρτο το = είδος αυτοφυούς θάμνου απ' όπου βγάζουν νήμα για ύφανση
~ σπερωμένος,η,ο = ο νυχτωμένος
~ σπερώνω = νυχτώνω
~ σπιρτοκούμπουρο,το = μτφ το έξυπνο παιδί
~ σπολάτι = κατόπιν εορτής
~ σποράκλα,η = η ευκοίλια στα ζώα
~ σπορίζω = ρίχνω σπόρους αραιά, μτφ σκορπίζω
~ σταλάκια,τα = η άκρη της στέγης απ' όπου τρέχουν τα νερά της βροχής
~ σταλίζω = ξεκουράζουμαι το μεσημέρι σε σκιά, οδηγώ τα πρόβατα σε σκιά
~ σταριά η = το χωράφι απ' όπου μόλις θερίστηκε σιτάρι
~ στερνό,το = το τελευταίο
~ στερφοπάτησε = δε συνέλαβε μετά το μάρκαλο, έμεινε στέρφη
~ στέρφος,η,ο = στείρος, άτεκνος
~ στυγερό,το = γερό ξύλο στη μέση του αλωνιού όπου γύρναγε το άλογο
~ στούμπος,ο = στρογγυλή πέτρα που κοπανάνε το αλάτι, ο κακός μαθητής
~ στουρνάρι,το = είδος πέτρας κόκκινου χρώματος
~ στραβέγκλω, η = η μισόστραβη
~ στραβόξυλο,το = ο αναποδιάρης άνθρωπος
~ στραπατσάρω = προξενώ βλάβη, φθορά
~ στράτα,η = μικρό και στενό δρομάκι
~ στράφι = άδικα, ανώφελα, στα χαμένα
~ στρέγω = επιτυγχάνω
~ στριγγλιάρης,α,ικο = ο καχεκτικός, ο αδύνατος, ο αρρωστιάρης
~ στριγγλιάτα,η = παράγωγο από την επεξεργασία του γάλακτος
~ στρίγγλος,α, = ο κακός και δύστροπος άνθρωπος
~ στριμούρα,η = πιεστική ανάγκη
~ στρούτζα = μούτζα
~ στρούσα,η = δεμάτι από κλαδιά ή χόρτα που χρησιμεύει για σκιά
~ στύβω = στερεύω, βγάζω το ζουμί από κάτι πιέζοντας δυνατά
~ στειλιάρι,το = ξύλινη ράβδος που χρησιμεύει σαν λαβή για εργαλεία
~ συγκέσιο,το = συνοικέσιο
~ συναυλακάρης,ο = συνορευόμενος
~ συντυχιά,η = η σύμπτωση, το κουβεντολόι
~ συχαρίκια,τα = το φιλοδώρημα που δίνεται σ'αυτόν που φέρνει καλή είδηση
~ σφαλάχτι,το = είδος ακανθώδους θάμνου
~ σφάρδακλας ,ο = ο βάτραχος
~ σφαχτό το = το προς σφαγή ζώο
~ σφελίδα,η = η φέτα το τυρί
~ σφερδούκλι,το = το φυτό καλοκαίρα
~ σχίζα η = κορμός δέντρου σχισμένος με τσεκούρι, για καυσόξυλο
~ σχοινιάζω = δένω πισθάγκωνα με σχοινί
~ σώγαμπρος,ο = ο γαμπρός που συγκατοικεί με τα πεθερικά του
~ σώνω = τελειώνω κάτι, σταματώ
~ σωρώνω = τοποθετώ σε σωρό
~ σάϊκος,η,ο = ο στέρεος, ο σίγουρος
~ Σαμαρτζής = κατασκευάζει σαμάρια για τα ζώα και τα πεταλώνει
~ Σαμπάζικα =
~ Σαρμάκο = υπακούει πλήρως δεν αντιμιλάει
~ Σαρωματίνα = σκούπα από κατσαφάνες(αφάνες) ή από λινάρι
~ Σβώλος = χωμάτινη πέτρα από κοκκινόχωμα κυρίως
~ Σγαντζούφω = η κακομοίρα , η μαζεμένη , η σγούμπο (καμπούρα)
~ Σελεβέρδο =
~ Σερβία Αρφαρών =τοποθεσία-γειτονιά
~ Σιγγούνα = τσιγκούνα
~ Σιφωνικό = αερικό
~ Σιχτίρι =
~ Σκαμαγκίδα, χιονόνερο
~ Σκαμνί = μικρό καρεκλάκι
~ Σκαπετάω
Σκαντζουλήθρες
Σκαρίζω
Σκερβελές
Σκιαδούλια φυτό θεραπείας εγκαυμάτων
Σκλημουριέμαι (ψευτοκλαίω)
Σκόμαρα Αρφαρών
Σκοντάφτω
Σκορδοκαίλα μας
Σκοταρίκλα
Σκούζω
Σκουράντζος
Σκούρκος
Σκουτί
Σκρούμπος (καρβουνιασμένος)
Σκρόφα
Σοκάκι
Σούγελο, υδρορροή
Σούδα
Σουλάνα
Σουλάτσο, σουλατσαδόρος
Σουραύλω, γριασουραύλω ΠΠ
Σουρβαλάω, Σουρβάλα
Σουρδουμούρδω
Σούρμα
Σούτα, γίδα χωρίς κέρατα
Σοφράς
Σπαρδάκλι YS
Σπέτσα (κόκκινη πιπεριά)
Σπινούρι, σπουργίτι
Σπολλάτι σου
Στανιάρω
Στανιό, με το στανιό
Στημόνι ΠΠ
Στιλβωτής
Στουμπάω
Στούμπος
Στουπέτσι
Στουποβούλωμα ΠΠ
Στουρνάρι
Στοχιά (μπα στοχιά σου)
Στριγγλοπούλι (προαναγγέλλει θάνατο)
Στρουγγολίθια ΠΠ
Στροφιαστείτε ΜΜ
Συγκάρτσελοι ΓΚ
Συγγενικό (βαρειά αρρώστια) ταραντέλα? AP
Σύγκρια
Συδιπλώθηκα
Συμπάω, (τα ξύλα στη φωτιά)
Συμπούπουλοι (όλοι μαζί)
Συμπράγκαλα
Συντηκώνω
Συφλογιάρικο
Σύχλος, συχλός, μπουγέλος-τέντζερης DB
Σύχναρο φουστάνι ΠΠ
Σφαλάχτρι
Σφαλάγκι
Σφαρδάκλι Σπαρδάκλι σφάρδακλας YS
Σωκιάζω
*** Τ΄
~ τάβλα,η = τραπέζι συμποσίου
~ ταή,η = το φαγητό
~ τάλε κουάλε = πανόμοιος
~ ταμαχιάρης,ο = ο πλεονέχτης, ο δουλευταράς
~ ταμητέλλα,η = η δαντέλα
~ ταμπλάς,ο = αποπληξία, η ημιπληγία
~ ταμπουράς,ο = μικρό έγχορδο όργανο
~ ταρακουνάω = ταράζω δυνατά, συγκλονίζω
~ ταρναριστά = λικνιστά, ταλαντευτά
~ τάτα,η = η γιαγιά
~ τάχα = μήπως
~ ταχιά = αύριο
~ τεζάχι, το = το ράφι
~ τεκνοφέσι το = αρρώστια των γαϊδάρων, αλόγων κλπ. μορφή άσθματος
~ τεμπιχιάζω = προειδοποιώ
~ τέμπλα,η = το μακρύ ραβδί για ράβδισμα
~ τεντελάω = τρέμω από αδυναμία
~ τέντζερης,ο = κατσαρόλα μαγειρέματος
~ τέσα,η = χάλκινος κουβάς
~ τετεντζιά η = μικρό και όμορφο ωδικό πουλί
~ τετραπέραντος,ο = ο πανέξυπνος, ο τετράκις έξυπνος
~ τζαμιλίκι, το = το τζάμι
~ τζερεμές,ο = ο δύστροπος, η άδικη ποινή
~ τζιαγουνάω = γκρινιάζω από πείνα ή αδιαθεσία
~ τζιουτζιούλι, το = το φρεσκολουσμένο παιδάκι
~ τζουμάκια. Πουλιά στο μέγεθος της τσίχλας. Κάπου διάβαζα ότι ανήκουν στα γερακοειδή, αλλά δεν θυμάμαι το πραγματικό τους όνομα.
~ τηλώνωμαι = χορταίνω
~ τίγαρις = μήπως
~ τριφτάδια. Χειροποίητο ζυμαρικό που έμοιαζε λίγο με το κριθαράκι.
~ τρουμπούκι. Βέργα από ξύλο η καλάμι πάνω στο οποίο τύλιγαν το κουρέλι για τις κουρελούδες η και λινάρι για λιόπανα.
~ τομάρι,το = δέρμα ζώου, ο κακός και αναποδιάρης άνθρωπος
~ τόπια,τα = τα κανόνια
~ τουλούμι,το = το ασκί
~ τουμπάκι,το = ο μικρός λόφος
~ τουράκι,το = το πεζούλι
~ τουραγνία, η = η τυραννία
~ τούραγνα,τα = αγαθά αποκτημένα από κοπιαστική δουλειά
~ τούρλα,η = μυτερή κορυφή λόφου ή βουνού
~ τόφαλος,ο = ογκώδης κακοφτιαγμένος χονδρός
~ τρα κει = κοίτα εκεί
~ τραβολογάω = σέρνω κάποιον παρά τη θέλησή του
~ τρακάδα,η = μία στοίβα τακτικά τοποθετημένα ομοειδή πράγματα
~ τραμπουζάνα, η = μεγάλο γυάλινο μπουκάλι με επένδυση πλεχτή από ψαθί ή σχοινί
~ τρανός,η,ο = ο μεγάλος
~ τρατάρω = κερνάω
~ τράτο,το = το περιθώριο
~ τραχανοχάφτης,ο = αυτός που τρώει λαίμαργα ότι βρει μπροστά του
~ τρεμοκουκουρίζω = τρέμω πολύ από το κρύο, έτσι που ακούγεται θόρυβος
~ τρικέρης,ο = ο σατανάς
~ τρίμματα,τα = ψίχουλα, μικρά μικρά κομματάκια
~ τρισκατάρατος,ο = ο καταραμένος, ο διάβολος
~ τριφτάδες,οι = είδος ζυμαρικού που παρασκευάζεται αυτοστιγμεί
~ τριχιά,η = σχοινί τρίχινο
~ τριψάνα,η = τριμμένο ψωμί
~ τροκάνι,το = κουδούνα που κρεμάν στο λαιμό γιδοπροβάτων
~ τρόχαλο,το = μικρή πέτρα ακανόνιστου σχήματος
~ τρυγητής,ο = ο μήνας Σεπτέμβριος
~ τράμπα,η = ανταλλαγή είδος με είδος
~ τσαγαρώνω = τεντώνω την κλωστή, μτφ. εκνευρίζω κάποιον
~ τσάρκο,το = το μαντρί που κλείνουν τα γιδοπρόβατα
~ τσαγκλίζω. Χτενίζω πρόχειρα τα μαλλιά μου.
~ τσαγκλαρίδες,οι = τα αδύνατα, τα κακκαλιάρικα πόδια
~ τσακίδια,στα = φύγε, χάσου
~ τσακιρομάτης,ο,ικο = ο ελαφρά αλλήθωρος
~ τσακώνω = συλλαμβάνω επ'αυτοφώρω
~ τσαλαβουτάω = πέφτω άτσαλα στα νερά
~ τσαλαπατάω = πατάω άτσαλα, πατάω και ξαναπατάω
~ τσαλαφός,ο = ο οξύθυμος, αυτός που δεν παίρνει από κουβέντα
~ τσαμπουνάω = φλυαρώ χωρίς να λέω τίποτε
~ τσανάκα,η = η βεδούρα, η καρδάρα
~ τσανακογλύφτης,ο = μτφ ο κόλακας, ο γλείφτης
~ τσεκουρίτσα. Όσπριο αλλά πλατύ. Μαγειρεύεται όπως τα φρέσκα φασολάκια. Έχουν στα χωριά μας.
~ τσιμπιρδίκος. Η σφήνα της τσιφιλιάς που κοντράρει για την πίεση.
~ τζάντζαλο το = ελαφρό και ευτελές ένδυμα
~ τσαντίλα,η = πάνα για το στράγγισμα του τυριού, κατάσταση εκνευρισμού
~ τσαπερδόνα,η = η πανέξυπνη νεαρή κόρη που τα καταφέρνει όλα
~ τσάρφαλα,τα = ξερόκλαδα για προσάναμμα της φωτιάς
~ τσάτσα,η = η θεία
~ τσεμπέρι,το = γυναικείο κεφαλομάνδηλο
~ τσέπι,το = το κέρατο
~ τσεράνα η = κακομοίρα, αξιολύπητη, δύστυχη
~ τσιάπι,το = η συνήθεια, το χούι
~ τσιάφι,το = το τσουχτερό κρύο
~ τσιγκλαω = ενοχλώ, πειράζω, σπρώχνω ελαφρά
~ τσιγκλί το = εργαλείο με το οποίο κόβουν τα φραγκόσυκα
~ τσίλικος,ο = χάρμα οφθαλμών, μπάνικος
~ τσιμπουροβύζα,η = η προβατίνα με πολύ μικρή ρόγα δύσκολη στο θηλασμό
~ τσιοκανίζω = χτυπάω, συγκρούω κάτι με κάτι άλλο
~ τσιόνης,ο = το πουλί ο σπίνος
~ τσιούλος,α,ο = αυτός που έχει μικρά ή κομμένα αυτιά
~ τσιούπα,η = η κοπέλα, η κόρη
~ τσιουράπι, το = η κάλτσα
~ τσιπούρα η = το ρακί
~ τσιπουργιάννος,ο = είδος πουλιού, ο κοκκινολαίμης
~ τσιράκι,το = ο πληρωμένος καλοθελητής
~ τσιροπούλι,το = το μικρό άγριο πουλί
~ τσιτώνω = τεντώνω, τανύζω
~ τσίφτης,ισα,ικο = ο λεβέντης στο χαρακτήρα, ο μπεσαλής
~ τσιώνα η = πέτρα που τοποθετείται σαν σύνορο στα χωράφια
~ τσογκάνι,το = αυτό που μένει επάνω στον κορμό όταν κοπεί το κλαδί
~ τσότρα,η = ξύλινο παγούρι
~ τσουκλώνω = ζορίζω, στριμώχνω στη γωνία
~ τσουλουφρίζω = καίω επιπόλαια τις άκρες των μαλλιών, καψαλίζω
~ τσούπης,ο = ο τράγος
~ τσουπώνω = πατικώνω, γεμίζω περισσότερο απ' ότι χωράει
~ τσουράπια,τα = οι κάλτσες
~ τσουτσουρώνομαι = ορθώνω το ανάστημα για να επιτεθώ
~ τσόλι,το = ευτελές, τριμμένο ένδυμα, κουρέλι
~ τσόφλι το = το περίβλημα ξυλώδους καρπού ή αυγού
~ τύκλωσε = γέμισε ο χώρος με καπνό, με αποτέλεσμα μικρή ορατότητα
~ τυλιγαδιάζω = τυλίγω το νήμα
~ τυλώνω = χορταίνω φαγητό, γεμίζω πολύ το στομάχι μου
Τάνυμα
Ταρκάδιασμα, τρακάδιασμα
Ταχιά, ταχινή
Τεκνοφέσι teknefesi ασθματική αρρώστια ζώων ΓΚ
Τελατίνι
Τεμπιχιάζω, κάνω παρατήρηση ΒΚ ΠΠ
Τετραπέρατος
Τζαβώνω, Τζάβας πίνω ΓΣ
Τζερεμές
Τζιαφέτι ΠΠ
Τζιγάκι (πουλί στα βαλτόνερα)
Τζίφα
Τηλώθηκα
Τιράω, τηράω (κοιτάζω) ΠΓ
Τούφες (ύπνος)
Τούφα
Τράβα δοκάρι στήριξης σκεπής
Τράβας, τραβηχτήρας
Τραφοκόπισμα
Τρελλοζύγουρο ΠΠ
Τριβουλίζει
Τριδόνια ...
Τριτσικάμπανο
Τριψιάνα
Τρόκαλο τσιφιλιάς
Τρούπα φουντούκι
Τρούφα
Τσακώνω
Τσαλαμακανάω
Τσαλαμποκανάω
Τσαλαφός
Τσαλιμάκια
Τσαμπί
Τσαμπουρολογώ
Τσαπερδόνα ΑΚ
Τσαπί, τσιάπα (μικρή αξίνα)
Τσάπια ΓΣ
Τσατάλια
Τσάντζαλα, τσέντζελα
Τσατουμάς
Τσάχαλα
Τσάγαλα (μύγδαλα πράσινα πριν ωριμάσουν?)
Τσεντζελόβρακας ΠΠ
Τσέρα
Τσερβέλο
Τσιάγκρα
Τσιγκλάω
Τσιγκλί
Τσιλιπουρδάω
Τσιμπάω, τσιμπούσι (συμπόσιο)
Τσιμπιλιούρι (σύστημα με το σκουλίκι-δόλωμα στην πλακοπαγίδα)
Τσιόκα μας, έκφραση προς άμεση χειραψία
Τσιοκαλίνα, το πουλί σουσουράδα
Τσιόλια
Τσιουμπλέκια
Τσιούπα, τσιούπρα
Τσιουρούνι
Τσίπα
Τσίπουρο
Τσιφιλιά
Τσοκανάω
Τσότρα, Τσοτρογιώρης
Τσουβάλι
Τσούκι
Τσουράπω
Τσουτσούρωσα
Τσουτσουπλί
*** Υ ΄
Υφάδι
*** Φ΄
~ φωτίκια. Τα ρουχαλάκια που φοράει η νονά στο βαφτιστήρι.
~ φλέσιουρα. Τα φύλλα τα ξερά όταν ξεγυμνώνουμε την κούκλα – καλαμπόκι.
~ φορτσάτο, λεπτή τριχιά σχεδόν χονδρός σπάγκος
~ φάγνα,η = η τροφή των ζώων
~ φακιόλι,το = η πετσέτα του φαγητού
~ φέγγος,το = το φως, η λάμψη
~ φεγγρίζω = είμαι τόσο αδύνατος που με διαπερνά το φως
~ φεγγίτης ο = μικρό παραθυράκι που μόλις επιτρέπει το φως να περάσει
~ φεκλώνια,τα = κλωστές, τα ξέφτια
~ φελάει = ωφελεί
~ φευγοδικάω = αποφεύγω τη δικαιοσύνη, κρύβομαι από το νόμο
~ φηκάρι,το = το θηκάρι, η θήκη, μτφ το πολύ στενό ρούχο
~ φιλεύω = προσφέρω με αγάπη
~ φιλιά,η = η αγάπη, η ερωτική φιλία
~ φινώνω = χάνω το περιεχόμενό μου, φίνωσαν τα σιτάρια
~ φιράδα,η = η χαραμάδα
~ φιρί φιρί = γύρω-γύρω, επίμονα, προκλητικά
~ φιρός,η,ο = ελάχιστα ανοιχτός, ο άνθρωπος που χαζοφέρνει
~ φιτιλιά,η = ραδιουργία, η υποκίνηση σε τσακωμό
~ φκέντρα,η = η βουκέντρα
~ φκιασίδι,το = το κοκκινάδι για το πρόσωπο, το στολίδι
~ φλάμπουρο,το = η πολεμική σημαία, το λάβαρο του γάμου
~ φλέντζα,η = λεπτή φέτα από κάτι φαγώσιμο
~ φλέσουρο το = ξερό φύλλο δέντρου πεσμένο κατά γης
~ φλετουράω = φτερουγίζω, κινούμαι ελεύθερα
~ φλίτσια,τα = τα φύλλα που περιβάλλουν τον καρπό του καλαμποκιού
~ φλουσλούνι το = είδος αγριόχορτου άχρηστου με έντονη μυρωδιά
~ φορτοτήρα,η = διχαλωτό ξύλο που χρησιμεύει για το φόρτωμα
~ φορτοτριχιά,η = το σχοινί που χρησιμεύει για το φόρτωμα
~ φουμίζω = καλλωπίζω, ομορφαίνω, δοξάζω
~ φούρκα,η = ξύλινος διχαλωτός πάσσαλος, μτφ η κρεμάλα
~ φουρκάδα η = ξύλινο υποστήριγμα για τις ντοματιές, φασολιές
~ φουρκαδιάζω = τοποθετώ φουρκάδες σε ποώδη αναρριχητικά φυτά για υποστήριξη
~ φουρκίζω = απαγχονίζω, γκρεμοτσακίζω, προκαλώ θυμό οργή
~ φουρκισμένος,η,ο = ο θυμωμένος, ο κρεμασμένος
~ φούρλα,η = φιγούρα στο χορό, στροφή γύρω από τον εαυτό
~ φούσκα,η = παιδικό παιχνίδι με την κύστη του γουρουνιού
~ φουσκί,το = η κοπριά των ζώων
~ φουσκοδεντριά η = ο κατάλληλος καιρός την Ανοιξη που ανοίγουν τα δέντρα
~ φουσκώνω = γίνομαι ενοχλητικός με τις ιδιοτροπίες μου
~ φρουτζιάτο, το = κρεββατίνα από ξερόκλαδα για να σταλίζουν τα πρόβατα
~ φτελιά η = είδος άγριου δέντρου
~ φτενός,η,ο = ο λεπτός, ο ασθενής
~ φτερακάω = φτερουγίζω
~ φτούνα φτου = αυτά εκεί
~ φτούριος,α,ο = ο χορταστικός
~ φυγιάστηκα = κρύωσα
~ φυγιό,το = ξαφνική κακοκαιρία με πολύ κρύο
~ φώλος,ο = το αυγό που βάζουν στη φωλιά για να γεννήσει η κότα
~ φωτογωνιά,η = η εστία στο σπίτι, το μέρος όπου ανάβουν τη φωτιά
~ φέρτσα,η = λωρίδα χωρίς το δέρμα, μόνο με το λίπος του χοίρου
Φακλάνα ΚΑ
Φαλαρίδες
Φάρα (... τη φάρα σου)
Φελάει
Φελί (μπακαλιάρου)
Φερντάσια
Φερτάσω
Φιλεύω
Φλεγκούδα
Φλέντζα
Φλετουράει, φτερουγίζει
Φουρκα, φουρκάδα
Φουρφούκιασα
Φούσκο, έφαγα φούσκο
Φρουσάλα
Φτούνος
Φτουράει
Φυγιό AP
Φωτιά του Αγιαντώνη
*** Χ΄
~ χαράρια. Διάταξη ράβδων περίπου 1,5 μ με σχοινιά για την μεταφορά του άχυρου. Χωρούσαν μεγάλες ποσότητες.
~ .χουρχουλιός. Νυχτοπούλι που προμηνύει πάντα κακά.
~ χώρια = χωριστά, ξεχωριστά
~ χωρατό, το = το αστείο
~ χαβάς,ο = ο σκοπός τραγουδιού
~ χαβιά,η = ειδικό χαλινάρι για ατίθασα άλογα
~ χαβιόλι,το = η συνήθεια
~ χαβώνω = περνάω τη χαβιά, μτφ εξαπατώ κάποιον
~ χαγιάτι,το = η βεράντα
~ χαζοκουτάλας,ο = αυτός που χάνει άσκοπα τον καιρό του
~ χαζοκουταλίζω = χασομεράω
~ χαϊβάνης,α,ικο = ο αφελής, το παιδί
~ χαϊμαλί,το = το φυλαχτό
~ χαϊρι,το = η προκοπή
~ χαλάω = σκοτώνω
~ χαλές,ο = το αποχωρητήριο μτφ ο βρωμερός και ύπουλος άνθρωπος
~ χαλεύω = γυρεύω
~ χαλιάς,ο = άγωνος τόπος γεμάτος χαλίκια
~ χαλίκι,το = μικρό και στρογγυλό πετραδάκι
~ χαλικόγειο,το = το έδαφος με πολλά χαλίκια
~ χαλιουράω = περνάω την ώρα μου χαζεύοντας
~ χαλκιάς,ο = ο σιδηρουργός
~ χαλκωματένιος,α,ο = ο από χαλκό
~ χαμοκέλα,η = ισόγειο κτίσμα που χρησιμεύει συνήθως για στάβλος
~ χαμολιό,το = αγριάγκαθο με δηλητηριώδεις ρίζες
~ χαμόσπιτο,το = ισόγειο κτίσμα που χρησιμεύει συνήθως για κατοικία
~ χάμου = χάμω, κάτω
~ χάμουρα,τα = τα χαλινάρια
~ χαμπέρι,το = αγγελία , μήνυμα, είδηση, μαντάτο
~ χαμπερίζω = υπολογίζω, λογαριάζω
~ χαμπηλά = χαμηλά
~ χάνι,το = το πανδοχείο
~ χαράμι = άδικα
~ χαραμοφάης,ο = αυτός που τρώει τσάμπα το φαϊ του χωρίς να προσφέρει
~ χαράργια τα = σύστημα από ξύλα και σχοινί για τη μεταφορά του άχυρου
~ χαραυγή,η = το γλυκοχάραμα
~ χάρβαλο το =το ετοιμόρροπο
~ χάση,η = του φεγγαριού το χάσιμο
~ χάσκα = με το στόμα ανοιχτό
~ χασκογελάω = γελάω χαζά χωρίς αιτία
~ χασομέρι,το = η αργοπορία, το χάσιμο χρόνου
~ χασοπαραδιά,η = το χάσιμο χρημάτων, ανώφελες δουλειές ή αγορές
~ χαχαλάκι,το = ξερόκλαδο για προσάναμμα, ο πολύ γέρος και αδύναμος άνθρωπος
~ χάψη, η = η φυλακή
~ χαψιά, η = η μπουκιά
~ χαϊρι, το = προκοπή, πρόοδος
~ χειρόβολο το = μια χεριά θερισμένα στάχυα, όσα πιάνει το χέρι
~ χελωνόψαρο το = ο γυρίνος, το βατραχάκι όταν βγει από το αυγό
~ χερ-χέρι = γρήγορα, αμέσως
~ χεριά, η = ποσότητα όσο πιάνει ένα χέρι
~ χερχέρα = γρήγορα, αμέσως, χέρι με το χέρι
~ χιονίστρα, η = αρχική μορφή κρυοπαγημάτων
~ χλαβουή, η = η οχλοβοή
~ χλαπακιάζω = τρώω γρήγορα και χωρίς να μασάω
~ χλιαίνω = ζεσταίνω
~ χλιμιντρίζω = χρεμετίζω
~ χλίψη,η = η θλίψη
~ χολιασμένος, η,ο = ο θυμωμένος, ο σκυθρωπός
~ χοντρολιές οι = οι βρώσιμες ελιές
~ χουγιάζω = φωνάζω δυνατά
~ χούκι, το = το χούι, η συνήθεια
~ χουλιάρι το = το κουτάλι
~ χουλιέμαι = κλαίω με αναφιλητά
~ χουνέρι, το = ζημιά, βλάβη
~ χουχλάζει = κοχλάζει, βράζει
~ χουχουλίζω = ανασαίνω πάνω στα χέρια μου για να ζεσταθούν
~ χουχουλόγερας, ο = το κλαψοπούλι, είδος πουλιού που βγαίνει τη νύχτα
~ χουχουλούζα, η = ο κοκκύτης, παιδική αρρώστια
~ χρυσή, η = ο ίκτερος
~ χτικιό, το = η φυματίωση
~χτικιάρης, α,ικο = ο φυματικός
~ χυλός, ο = πρόχειρο φαγητό από αλεύρι και νερό
~ χόβολη, η = η θράκα, τα αναμμένα κάρβουνα
~ χωλοζιάρης, α,ικο = αυτός που του αρέσει το σπίτι και η λούφα
~ χωματοτσούκαλο το = τσουκάλι από πηλό
~ χωματουλιά = η χωματίλα, η μυρωδιά του χώματος
~ χωρατό, το = το αστείο
~ χώρια = χωριστά, ξεχωριστά
Χαβαλές
Χαβάνι RK
Χαβιά (του γαιδάρου)
Χαβιόλια ΓΣ
Χαήλωσε, ξεχαηλώθηκε
Χαλιμάζω
Χαλμούτσος
Χαμοκέλα
Χαντρολαίμι
Χαιβάνι RK
Χαλές
Χαμωσούρτι
Χαράμι, χαραμίζω
Χαράνι, Χαρανιά
Χαράρι
Χάφτο, φάτο
Χαχόλικο
Χελωνιάς
Χερόβολο
Χόβολη
Χορήγι
Χουλιάρι
Χουνέρι
Χούνι (σούδα)
Χουρχουλιός ΜΕ
Χούσβουρο
Χύθηκε στα κοντά, (τον καταδίωξε, κυνήγησε)
Χωνάρι (έγινε στάχτη)
Χωρέθηκε (Γιάτρα τι του συγκολήθηκε τι του χωρέθηκε!) Δ Μ
*** Ψ ΄
~ ψαλίδια, τα = τα ξύλα της στέγης
~ψαρέγγλα, η = η σουσουράδα
~ ψαροκασέλλα, η = μτφ η γυναίκα η βρώμικη και χοντρή
~ ψιλολιές, οι= οι ελιές για παραγωγή λαδιού, οι ψιλές ελιές
~ ψιχάλα, η = σιγανή βροχή
~ ψυχοκέρι, το = πολύκλωνο κερί που ανάβουν στους πεθαμένους
~ ψυχοπαίδι, το = παιδί ξένο, ορφανό, που έπαιρναν οικότροφο, για δουλειές
~ ψυχοπονιέμαι = λυπάμαι, σπλαχνίζουμαι, συμπαθώ
Ψηφί ΓΣ
*** Ω ΄
~** Επεξηγίσεις από Π.Π :
~ Τρωει αβερτα,Δεν σταματαει τρωει πολυ!
~ Σλιβερισι=συναλλαγη!
~ Αλιβερισι=συναλλαγη!
~ Χοβολη=σταχτη.
~ Δε φελαει=δεν αξιζει.
~ Φαρα=σοι
~ Φερντασω=κουτσομπολα.
~ Φτουνος=εκεινος.
~Φτουραει
~ Φτουραει=κατι που τελειωνει γρηγορα!Μωρε σου φτουραει η δουλεια!
~ Φουρφουκιασα =γεμισα.
~ Χαχολικο= μπολικο, μεγαλο.
~ Να σε πατησω χαμου να βγαλεις μπρουστουρα.
* Πολύ καλή δουλειά..πολλα Συγχαρητήρια.
~ Δημήτρη συγχαρητήρια σε όλους! Ο πίνακας θα συμπληρωθεί με τις λέξεις του 2016 και με τις αντίστοιχες επεξηγήσεις! Η Ρόη Σακκά θα δημοσιεύσει άμεσα όλες τις παροιμίες και εκφράσεις που έχουν διατυπωθεί μέχρι τώρα! Η ενημέρωση του πίνακα θα είναι συνεχής!!
~ Ένα μεγάλο μπράβο σε όλους σας.
Η γιαγιά μου Κυριακούλα Λαφαζάνου - Καμαρινού έλεγε:
"τι θα φάμε αποσπερού Κωστούλα;
Η γιαγιά μου Κυριακούλα Λαφαζάνου - Καμαρινού έλεγε:
"τι θα φάμε αποσπερού Κωστούλα;
~ Κακοντελης=κακομοιρης
~ Ξαντισε=φανερωθηκε
~ Οτσιος=αραχτος
~ Πεταγουδι=κρυο
~ Πηλαλα=γρηγορα
~ Σαρμακο=προσοχη
~ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ! Υπέροχη δουλειά ! Πάντα με συμμετοχικότητα , εργατικότητα και πολύ δυναμικότητα !
~ Τσοτσουρωσα=εγινα καλα
~ Τσουτσπυπλι=μουσκεψα
~ Τσουκι=χαζος
~ Τσοτρα=κεφαλα.Δεν ακουει η τσοτρα σου!
~ Πετσωσα=χορτασα
~ Περδουκλωνω=μπερδευω
~ Παστρεψου=σκουπισου ~ Ντεβεκελης=φιλότιμος
~ Νταμαχιαρης=αχορταγος.Τα θελει όλα
~ Νομπαρυχομ=επιπολαιος τρελλος
~ Ντουγρου=ισια
~ Ντερμπεντερης=εξυπνος,τετραπέρατος
~ Σαρωματινα=σκουπα
~ Σγατζουφω=αγριεμενη,ιδιοτροπη
~ Σεκλετι=στεναχωρια
~ Μπουρμπουτσαλα=ψεματα
~ Μπερνταχι=εφαγε ξυλο
~Μουιζντεδες=αστεια
~ Μουργος=βρωμικος
~Μοσκιος=θυμωμενος
~Μπράβο παιδιά, πολύ ωραία δουλειά, αλλά μην ξεχνάτε, δεν τελειώνει εύκολα, συνεχίστε να το εμπλουτίζετε.
~ Η Εφημερίδα μας ARFARA NEWS Παρασκευή 01 Δεκεμβρίου 2017 : Στο αγιάζι της ενημέρωσης .... από το 2008 .....
~ ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ σε όλους μας !! : http://snsarfara.blogspot.com/2017/12/arfara-news-01-2017.html .-
~* Η Εφημερίδα μας ARFARA NEWS Σάββατο 02 Δεκεμβρίου 2017 :Στο αγιάζι της ενημέρωσης .... από το 2008 : http://stamos-stamoskalsnsblogspotcom.blogspot.gr/2017/12/arfara-news-02-2017.html .-
~* Η Εφημερίδα μας ARFARA NEWS Κυριακή 03 Δεκεμβρίου 2017 :Στο αγιάζι της ενημέρωσης ....από το 2008 .... ~ ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ Χριστουγέννων .... !!! από το Αρφαρά Καλαμάτας : http://arfara-messinia-stamos-stamos.blogspot.gr/2017/12/arfara-news-03-2017.html .-
~* Αθλητικό Σαββατοκύριακο 23 και 24 Δεκεμβρίου 2017 :Μια αθλητική επισκόπησης της εβδομάδας που πέρασε : http://asterasarfaron2011.blogspot.gr/2017/12/23-24-2017.html .-
~* Η Εφημερίδα μας ARFARA NEWS Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017 : Στο αγιάζι της ενημέρωσης ... από το 2008 : http://dimmetoparfara.blogspot.gr/2017/12/arfara-news-27-2017.html .-
~* ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΦΡΑΣΕΙΣ .. ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ -ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ- ΒΙΝΤΕΟ .. : Δ ΄ ΜΕΡΟΣ .. .. Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017 : Πελοποννησιακό και Aρφαραίϊκο λαϊκό γλωσσάρι http://arfaramessiniasgreece.blogspot.gr/2017/12/blog-post.html .-
~** *** BINTEOΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ...ΒΙΝΤΕΟΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ: https://twitter.com/stamos01 .-
1. - Stamatios Skoulikas = Stamatios Skoulikas , http://www.youtube.com/stamos01 , 5942 video. - Σταματης Σκουλικας
2. - Stamos Skoulikas = Stamos Skoulikas stamos011947
http://www.youtube.com/stamatios01 , 3799 video. σταμος σκουλικας ,
3. - Vlasis Skoulikas = Vlasis Skoulikas , +Stamos ,.
http://www.youtube.com/vlasiskal . = 3802 video. - https://plus.google.com/u/0/+VlasisSkoulikas/posts?csrc=yt&cfem=1 ,.- - βλάσης σκούλικας ,
Σύνολον 13. 563 βίντεο .-
The YOUTUBE:
https://www.youtube.com/user/messiniaview .-
https://www.youtube.com/user/stamos01 .-
https://www.youtube.com/user/stamatios01 .-
https://www.youtube.com/user/vlasiskal .-
***~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ https://www.facebook.com/groups/1758656167707813/1761788260727937/?notif_t=like¬if_id=1476255372769279 ΛΕΞΙΚΟ ΤΩΝ ΑΡΦΑΡΩΝ ~
~
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου